United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα νόμιζες πως εκοκκάλωσαν στα πόδια τους. Ο Βλαχογιώργος μάβρισε από το θυμό. Στην περιφρόνησην αφτή ξέχασε και το φόβο του. Το αγριεμένο το στοιχειό δεν εκρατιώταν πια. Έσιαξε νάμπη μέσα τόρα ακράτητος, παίζοντας το λεπίδι. Φωνή φριχτή, μια βροντερή κραβγή ακούστη κι αντιλάλησαν οι τάπιες μέσα οι βαριές.

Σε λιγάκι παρουσιάσθη ο Ευκράτης ερχόμενος από το λουτρόν• και όταν είδε τον Θεσμόπολινδιότι αυτό είνε το όνομα του φιλοσόφουΔιδάσκαλε, του είπε, σ' ευχαριστώ που ήλθες στο σπίτι μας• αλλά και αν δεν ήρχεσο, θα σου 'στέλναμε από όλα σπίτι σου και δεν θα εκοπίαζες. Κ' ενώ έλεγε αυτά, επήρε από το χέρι τον Θεσμόπολιν και τον εβοήθησε νάμπη• τον υπεστήριζαν δε και οι υπηρέται.

Όλοι οι χωριανοί ανατρίχιαζαν μέρα μεσημέρι, όταν εδιάβαιναν μπροστά από το κοιμητήρι του Αγιοταξάρχη. Και ο Λίακας δύο φορές έβαλε στοίχημα, να κινήση τα μεσάνυχτα από την Κάτου Χώρα, να πάη στον Αγιοταξάρχη απάνου μοναχός, καταμόναχος· νάμπη στο κοιμητήρι, να διαβή τα μνήματα, πατώντας τις πλάκες, να πάη στο χωνεφτήρι· να πάρη, να γεμίση μια σακούλα αθρωποκέφαλα, να γείρη πάλι στην Κάτου Χώρα.

Γιατ' είναι πράμα αστόχαστο να επιμένης πώς η γυναίκα δεν πρέπει να χειραφετηθή, δηλαδή δεν πρέπει νάβγη όσο της είναι βολετό από μέσ' από κάποια σκλαβιά, δεν πρέπει νάμπη όσο της είναι φυσικό μέσα στον κύκλο της σοφίας τον ολόφωτο γιατί τάχα τότε θα πάψη να είναι μητέρα και νοικοκυρά!

Ζήτησε πρώτα νάμπη ο Βελισάριος από την πόρτα του «έλικα», της σκάλας δηλαδή του καθισμάτου, μα τη βρήκε μανταλωμένη μέσαθε. Τραβάει τότες κατά τη μεγάλη θύρα δυτικά στο κάθισμα, στη βενέτεια τη στοά, και χώνεται μέσα στο ιπποδρόμιο. Ο Μούνδος πάλε με τους δικούς του μπήκε από τη Νεκρή πύλη του ιπποδρομίου. Θρούβαλα έπεσε αμέσως όλη η στάση.

Κάθε τζίτζικας γίνουνταν τώρα μερμήγκι και μάζευε, μάζευε για το χειμώνα. Απ' έξω στέκουνταν ο χειμώνας και περίμενε νάμπη. Πλάκωναν τα πρωτοβρόχια, τάραζαν τη θάλασσα τα μελτέμια, μια στιγμή να χάσουμε δεν είχαμε. Άμε κ' έλα γλήγορα γλήγορα με το καλάθι στον ώμο, να μη χάσουμε τα μαξούλια. Κ' έτσι, γλύτωσαν τα μαξούλια. Είτανε βράδυ βράδυ σαν ξαναμπαίναμε στο χωριό ύστερ' από ενάμιση μήνα εξοχή.