United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αύριομεθαύριο θα τα σκορπίση η πείνα μέσα στο χωριό· θα τρέξουν απ' αυλή σ' αυλή κι απ' αχεριώνα σ' αχεριώνα για κάνα ψίχουλο. Και τότε; Κλαίγε τα τότε. Άλλα θα πάνε απ' τα πετροβολήματα των παιδιών κι άλλα απ' το λεπίδι καμιάς χωριάτισσας! Να το κακό που γίνεται στο σπίτι σα λείψη η νοικοκυρά!... — Έτσι σβύνει το νοικοκυριό· σκέφτηκε ο Αριστόδημος με πίκρα.

Εκάθητο δε εις την τράπεζαν η γυναίκα του γεωργού και ένας καλόγηρος· η νοικοκυρά έχυνε κρασί εις το ποτήρι του καλογήρου, εκείνος δε άπλωνε το πηρούνι του εις το ψάρι, και εφαίνετο ότι το νοστιμεύεται. — Αχ, να είχα και εγώ κομμάτι, είπε μέσα του ο μικρός Κλώσος, και έσκυψε διά να βλέπη καλλίτερα, και είδε παρέκει μίαν ωραίαν πήταν. — Ψυχή μου! Τι ωραίον συμπόσιον!

Έπειτα υπανδρεύθη, εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά. — Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά; Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου.

Τι εθάρρεψες δα, πως είσαι καμμιά νοικοκυρά, από κείναις; Επίστεψες πως ήθελα να ζητήσω τίποτα; Και τι έχεις να μου δώσης; Τι έκλεισες την πόρτα σου; Έχει καμμιά την ανάγκη σου, θαρρείς; Και πού ηκούσθη να ζητήσωμεν ελεημοσύνην από μίαν ολόγυμνην, από μίαν τσιτσάνω, από μίαν ψώραν!..

Και ελησμόνει τότε η φιλόπονος νοικοκυρά όλους τους βαρείς μόχθους, ους υφίστατο, κατά το μακρόν της καλλιεργείας στάδιον, πετώσα ταποκλάδια, καίουσα σωρούς-σωρούς την αγριάδα την καταστρεπτικήν, θειαφίζουσα, αργολογούσα, κινδυνεύουσα από το καύμα, κινδυνεύουσα από τας εχίδνας, τας κρυπτομένας υπό τα κλήματα, να μη χολεριάση ουδεμία παραφυλλίς, ουδεμία καν ρώγα.

Η γρηά ξεφώνιζε: — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί. — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου. Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.

Ο βασιληάς, για να τους έχη κοντά της η αγαπημένη του γυναίκα, εζήτησε να τους εύρη καμμιά δημοσία θέσι εις την πρωτεύουσά του. Βλέποντας πόσον ήτο η γρηά φρόνιμη, οικονόμα, νοικοκυρά, λιγόφαγη και εις όλα τακτική την έκαμεν υπουργίναν επί των Οικονομικών. Ο γέρος όμως ήταν πλέον δυσκολοβόλευτος. Δεν ήξευρεν ο άνθρωπος ούτε να γράφη ούτε να διαβάζη.

Κύτταξε, είπε, θέσας επί της τρύπας τον δάκτυλον. Του κάκου! Χρειάζεται νοικοκυρά εδώ. Δεν έχει άλλο! Πρέπει να 'πανδρευθώ. Η Φλουρού συνέστειλε τους ώμους ωσάν έλεγε: Παραλογίζεται ο κύριός μου. — Εκατάλαβες τι είπα; Σκοπεύω να 'πανδρευθώ. Η Φλουρού εμειδίασε. — Τι γελάς; Το απεφάσισα! θα 'πανδρευθώ. Η γραία τον ητενίσεν απορούσα. — Μάλιστα! θα 'πανδρευθώ! θα πάρω γυναίκα!

Πού εκείνα τα ραζακιά πλέον, τα ως από ηλέκτρου όντως, τα αργυρόχρυσα, τα οποία, μετ' ιδίας όλως στοργής, εθεράπευεν η καλή νοικοκυρά, από του άνθους των ακόμη, προφυλάττουσα από τους ποικίλους της ατμοσφαίρας κινδύνους, ίνα κατασκευάση δι' αυτών τας ξανθές και γλυκείας, τας ιεράς ασταφίδας της, δι' ων να στολίζη το προγονικόν κόλλυβον, το οποίον κατά σάββατον έστελλεν εις τον ενοριακόν της ναΐσκον.

Από την υψηλήν και μαύρην φουρνάρισσαν και αιωνίως θυμωμένην, από τον μικροκαμωμένον εκείνον και άκομψον Μπάρμπα-δήμαρχον, ο οποίος καλά- καλά ακόμη μετά εικοσιπενταετή, έγγαμον βίον δεν είχε καταλάβει το γιατί ενυμφεύθη, από το αταίριαστον και άχαρι εκείνο ανδρόγυνον να εξέλθη μία τόσον ωραία και ταιριαστή κόρη, η οποία, λέγεις, εγεννήθη διά να γείνη νοικοκυρά σεμνή και σεμνοτέρα μήτηρ!