United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα;

Εγώ δεν επήγαινα και να εξοδευθώ και να θαλασσοπνιγώ δι' ένα πού δεν τον έχω ούτε άνδρα, ούτε αδελφόν, ούτε αγαπητικόν. — Αι, να σου το 'πώ, ιατρέ μου. Και έκρυψε διά της χειρός το μειδίαμά της. — Δεν είναι ούτε άνδρας μου, ούτε αδελφός, ούτε αγαπητικός μου. Και όμως,.. Πώς να σου το 'πώ; Ένα καιρόν ήτον αγαπητικός μου. Εκατάλαβες; Εξ αιτίας μου, εξενιτεύθηκε όταν με 'πάνδρευσαν.

Αν έβλεπε αυτός κ' εγώ δεν είχα μάτια, θα μου έδειχνε τον δρόμοντον τάφον. Εγώ έχω τα μάτια μου ακόμη... Εκατάλαβες. — Εκατάλαβα ότι είσαι καλή χριστιανή, απεκρίθη ο ιατρός. Και αποτεινόμενος προς τον τυφλόν·Να δοξάζης τον Θεόν, επρόσθεσεν, ότι σου επρομήθευσε την βοήθειάν της. — Δόξα σοι ο Θεός, εστέναξεν ο γέρων.

Αυτά λοιπόν δεν γίνονται το έν από το άλλο, αφ' ού είναι εναντία; ηρώτησεν ο Σωκράτης και μεταξύ αυτών δεν γίνονται δύο γεννήσεις, αφ' ού είναι δύο; Και πώς όχι; Είπεν ο Κέβης. Και ότι αι γεννήσεις αυτών των δύο, η μεν μία είναι το αποκοίμισμα, η δε άλλη το ξύπνημα. Το εκατάλαβες αρκετά, είπεν ο Σωκράτης, ή όχι; Παραπολύ αρκετά, είπεν ο Κέβης.

Θεαίτητος. Διόλου δεν δυσπιστούμεν. Ξένος. Εκατάλαβες λοιπόν ότι περισσότερον απεσκιρτήσαμεν από τον Παρμενίδην, παρά όσον μας απηγόρευσε εκείνος; Θεαίτητος. Τι εννοείς; Ξένος. Από όσα μας απηγόρευσε εκείνος να ερευνώμεν, ημείς εξετάσαμεν εις τα προηγούμενα πολύ περισσότερα, και τα απεδείξαμεν εις το πείσμα του. Θεαίτητος. Πώς; Ξένος. Θεαίτητος. Αυτό δεν αρνούμαι ότι το λέγει. Ξένος.

Εσύ τα φταις, απού τον αφήκες κ' επήρε μούρη, κρίμα στο μπόι σου! Ο Μανιόλης εζάρωσε. — Μα είντα κάθεσαι και μου λες, είπεν η Ρηγινιώ, πως δεν μπορεί να το κάμη; Ντ' αύτη 'ν' η τέχνη του. Μάγος δεν είνε; — Ό,τι διάολο θέλει ας είνε· μεμένα δεν μπορεί να τα βάλη, γιατί κατέει ποιος είμαι. Εκατάλαβες; Και τέτοιες κουβέντες δε θέλω να τσι ξανακούσω.

Λοιπόν μπορείς να διαλύσης τους αρραβώνας της κόρης σου, από τώρα, γιατί εγώ δεν θα γείνω σύζυγος της πριγκηπέσσας σας· ποτέ, μα ποτέ, εκατάλαβες; Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα όλοι μας θ' ανακουφισθούμεν, Κώστα, παιδί μου, με τον γάμον αυτόν. Θα ξεχρεώσωμεν το σπίτι μας της Χάλκης, θα μπορέσης να βάλης κεφάλαια εις την δουλειά των νερών του πατέρα σου. Ξέρεις δα, δουλειά χρυσή! Ουφ! ζέστη, κουφόβρασι!

Αλλά τι τα θέλεις, η νεότης έφυγε και δεν μεταγυρίζει. Εκατάλαβες, ιατρέ μου; Τώρα αν είμαι εγώ έρημη και μόνη, αυτός δεν μου πταίει εμένα. Εγώ όμως έχω χρέος να μη τον αφήσω εκείνον αβοήθητοντα μαύρα και τα σκοτεινά. Εκατάλαβες; — Μαρία, Μαρία! εφώναξεν ο ιατρός προς την μαγείρισσαν, ανοίγων την θύραν. Βάλε δύο πινάκια ακόμητο τραπέζι. Και στρεφόμενος προς την Κυρά Λοξήν·

Κύτταξε, είπε, θέσας επί της τρύπας τον δάκτυλον. Του κάκου! Χρειάζεται νοικοκυρά εδώ. Δεν έχει άλλο! Πρέπει να 'πανδρευθώ. Η Φλουρού συνέστειλε τους ώμους ωσάν έλεγε: Παραλογίζεται ο κύριός μου. — Εκατάλαβες τι είπα; Σκοπεύω να 'πανδρευθώ. Η Φλουρού εμειδίασε. — Τι γελάς; Το απεφάσισα! θα 'πανδρευθώ. Η γραία τον ητενίσεν απορούσα. — Μάλιστα! θα 'πανδρευθώ! θα πάρω γυναίκα!

Η πεθερά, Άννα, εκατάλαβες; Ά ν ν α. Ώ! κυρία. Μα τότε πρέπει να σφουγγαρίσωμεν. Η κοκκώνα Κατίγκω θα πάη να σκαλίση και στο πλυσταρειό, ακόμη... Σκηνή ε'. Δ ώ ρ α Για να εορτάσης την άφιξιν της πενθεράς σου, της κ Μεμιδώφ. Τι απλή που είσαι! Μ α ρ ί α. Και συ τι κακή! Δ ώ ρ α. Καλά, καλά. Ρώτησε και την Άνναν, που την γνωρίζει... Μ α ρ ί α Προστυχειές. Άκουσε, Δώρα.