United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναφίνης την Πηγή, εξηκολούθησε, και να κυνηγάς τη μια και την άλλη, απού, μα το Θεό πούν' από πάνω μας, όλες δεν αξίζουνε το μικρό τση δαχτυλάκι! Είντα να σου κάμω 'γώ; δεν είμαι τω χρονώ σου να δης πως τσι διαλέγουν τσι κοπελλιές. Αι, Ργινιώ; ... Μα νάχωμε και το νου μας, είπε γελών, να μη σε πιάση ζήλεια. — Φόβον έχω! απήντησεν η Σαϊτονικολίνα γελώσα και αυτή.

Ο Μανώλης, ενθουσιασθείς, έπιεν εις υγείαν της συντέκνισσας και συνέκρουσε μετ' αυτής το ποτήριον. — Να τα χιλιάσης, σύντεκνε! απήντησεν η Γαρεφαλιώ. Τοιαύται προπόσεις διεσταυρούντο ακατάπαυστα: — Να ζήσ' η νεοφώτιστη! — Απού 'βαλε το λάδι να βάλη και το κλήμα! — Στση χαρές των απάντρευτω! Και ο οίνος εντός ολίγου «κορύφωσε την ευθυμίαν.

Ως μάγος ο Τερερές δεν ήτο πλέον μόνος, αλλά συντροφευμένος υπό των δαιμόνων. Αφού εσιώπησεν επ' ολίγον ο Σαϊτονικολής είπε με νέαν έξαψιν, απευθυνόμενος προς τον υιόν του: — Δε φταίει ο Τερερές· φταις εσύ, μπουντάλακα απού τον αφήκες να πάρη θάρρος οντέν εμαλώσετε. Θαρρείς πως δεν τάμαθα; εσύ τούδωκες το θάρρος να μας φοβερίζη κιόλας. Είντα σου τσέδωκε ο Θεός αυταισές τσι χερούκλες να τσι κάνης;

Κατά μάνα κατά κόρη, δε λένε; μα τουλόγου σου, σαν να χάθηκε ο καιρός, εβιάστηκες και πήες κέπιασες χέρα με το Θωμά ... .Καλά το λένε πως αργεί ο φρόνιμος να σφάλη, μα σα σφάλη καλά σφαίνει. Καλέ, εχαθήκανε η κοπελλιές απού το χωριό; Και θα έκανε πολύ δυσαρέστους διά την Πηγήν συγκρίσεις αν δεν την ανεχαίτιζεν οργίλη συνοφρύωσις του Σαϊτονικολή.

Γιατί δεν είν' αθρώποι αυτοί οι Θωμαδιανοί, απήντησεν ο Μανώλης με ανατίναγμα αγανακτήσεως. Ένα καλό λόγο δεν έχω ακουσμένο απού το στόμα τως και σα με δούνε να μπω στο σπίτι τως διαολίζουνται.

Και δε θωρρείς, μωρέ μπουντάλακα, πως από 'δα δεν τηνε θέλει κιανείς και θαπομείνη στο ράφι; θα γεράση απάντρευτη. Μα είδες εσύ, μωρέ, άντρα κιανένα να πάρη γυναίκα μεγαλείτερή του; Κεσύ λες πως αγαπάς μια γεροντοκόρη, απού σε περνά δέκα πέντε χρόνους κοντά. Αυτά τα λόγια, αντί να φέρουν το αποτέλεσμα πούθελε η μητέρα μου, έφεραν μάλλον το ανάποδο.

Αυτός αν ήτο παπάς θ' απηγόρευεν εις τον κτίστην εκείνον να ψάλη, διότι επί τέλους ήτο εμπαιγμός των θείων. — Οντέ να γενής η γιαφεντιά σου παπάς, να τον εμποδίσης, είπεν ο παπάς, πεισμωμένος πάλιν. Εγώ θωρώ πως ψάλλει καλά και σωστά, καλλίτερα κιαπό μερδικούς απού κάνουνε πως αυτοί είνε κι άλλος δεν είνε.

Ο Θεός μόνο κατέχει τον καϋμό απού πήρε, μα είντα μπορεί να κάμη; είντα μπορεί να πη; Αυτή το θέλει, λέει, να πηαίνης στο σπίτι τως και δε φοβάται πράμμα, γιατί καθάριος ορανός αστραπές δε φοβάται. Μα μπορεί να πάη κιανεβουλής του κυρού τση και ταδερφού τση;

Εδά, που δε θάχουνε πολλές δουλειές, θα περάσης καλλίτερ' απού την άλλη βολά. Κοντεύγει κιο δεκαπεντάγουστος και θα πας στη χάρη τση να παρακαλέσης.. Επειδή όσο θάμενα στο χωριό, θάτον φόβος νάρθω σε συνάφεια με την άρρωστη, η μητέρα μου σκέφθηκε, για μεγαλείτερη ασφάλεια και για νάχη το κεφάλι της ήσυχο, να με στείλη στη Μεσαρά.

Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε: — Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα. — Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση; — Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της. Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε.