Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ντα ξυπνάς ποτέ σου την ταχυνή για να δης είντα γίνεται; απήντησεν ο Αστρονόμος πειραχθείς. Και σήμερο κιαμμιά γρα θα ψοφήση απού σευρήκε ο ήλιος ξυπνητό. Ο Μπαρμπαρέζος έστρεψε τα νώτα περιφρονητικώς, χωρίς να δώση απάντησιν και καθήσας επί της απαλής χλόης του αρμού εξηκολούθησε να καπνίζη. Άλλος όμως εκ παρακειμένου αγρού, διά να εξερεθίση τα πράγματα, είπεν ότι είχε δίκιο ο Μπαρμπαρέζος.

Όι, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν η κόρη με τον αποφασιστικώτερον τόνον, δεν τονε θέλω. Μα σαν τονε θέλει αφέντης μου κι' αδερφός μου, είντα να κάμω η μαυρομοίρα; ... Και τίνος να πω τον πόνο μου να με παρηγορήση, απού δεν έχω μάννα; Με τας τελευταίας δε λέξεις τα δάκρυα της έτρεξαν.

Ο Μανώλης, μετά το ανδραγάθημά του εκείνο, ενόμισε την περίστασιν κατάλληλον διά να ομιλήση προς τον πατέρα του. Και εις την πρώτην ευκαιρίαν του είπε χωρίς πρόλογον και χωρίς περιστροφάς: — Αφέντη, εγώ θέλω να με παντρέψης ... Δε βαστώ μπλειο να μη μπορώ μουδέ να 'δώ την Πηγή. Α δε την μπάρω τουτονέ το μήνα, θα φύγη ο νους απού την κεφαλή μου.

Τσι προημερνές επήα να πω του Στρατή για τον Τερερέ πως φοβερίζει να με δέση κιώστε να μ' ακούση παίρνει φωτιά κιαρχινά τσι φωνές κ' έκανε σα λυσσασμένος· να φύγης απού το σπίτι μας, να μη ξαναμπής στο σπίτι μας και να σε μάθουνε κείνοι που σέχουνε να μιλής. Είπα του κεγώ πως δεν ξαναμπαίνω στο σπίτι τως ποτέ στον αιώνα μου κήφυγα.

Οι Τούρκοι όμως τον επίεζαν λέγοντες ότι διά την ησυχίαν του χωριού έπρεπεν όχι να φυλακισθή προσωρινώς, αλλά να εξορισθή εις την Μπαρμπαριάν ο Πατούχας. Τόσον είχε χαροποίηση τον Σαϊτονικολήν το ανδραγάθημα του Μανώλη, ώστε τον εσυγχώρησεν. — Ας έχη την ευκή μου, έλεγε. Με μιας ήβγαλ' απού την καρδιά μου όλη τη βαροκάρδισι απού τούχα.

Αυτή η χτικιαρά σου λέει να μακούς; Ψώματα! Αυτή σου βάνει όλες τσι φτιλιές για να με βγάλης απού την αγάπη και την απακοή μου; Κιάνε σούπε τέτοιο πράμμα, ψώμα τώπε, για να σε φέρη ευκολώτερα στα νερά τση. Έτσα σέκαμε και να πιστεύγης πως έχει αγγελική ψυχή κιαυτή 'χει δέκα δαιμόνους μέσα τση.

Ήσκαφτα, απήντησεν ο Μανώλης. Δε θωρείς πως εγενήκανε τα χέρια μου απού το σκαπέτι; Έδειξε δε τα χέρια του, τα όποια είχον φλύκταινας εκ της πιέσεως της σκαπάνης. — Και πονώ, μα πονώ! Η Πηγή τον επαρηγόρησεν. Ήτον ασυνήθιστος και γιαυτό πονούσαν τα χέρια του· αλλά με τον καιρόν θα έπαυαν να πονούν όσο κιάν έσκαβε· θάκαναν πέταλα.

Δεν είνε καλλίτερος απού τον Ανεγνώστη; — Χίλιες χιλιάδες βολές, είπε με ζωηρότητα η Πηγή, της οποίας η καρδία είχεν αρχίσει να κτυπά ως κώδων εορτής. — Αι, μάθε πως τα συφωνήσαμε με τον αφέντη σου ... Σε λέω παιδί μου και θα γενής αληθινό παιδί μου ... Σάφινα 'γώ να σε πάρη ο Τερερές ο σακάτης; Ο άντρας απού θα πάρης θάνε νιος και γερός σαν εσένα και καλόγνωμος σαν και σένα.

Μα ο Στρατής δεν ήκαμε καλά να μανίση και να σε προσβάλη γιατί 'πες ένα πράμμα απού δεν εκάτεχες πως ήτονε κακό. — Δεν τούπα πράμμα κακό, θεόψυχά μου! είπε με ζωηρότητα ο Μανώλης. — Είπες του πως ο Τερερές φοβερίζει να σε δέση και τον ερώτας είντα δέσιμο θα σου κάμη. Αυτά τα πράμματα δεν τα λένε μπροστά σε κοπελλιές. Μα ας είνε, δεν εχάλασε δα κι ο κόσμος.

Θωρείς τα δα, 'πούλεες πως είνε φοβιτσάρης; του έλεγεν η Ρηγινιώ. — Ήτονε δα μια ολιά, μα τώχε κι' απού την απραγιά. Ήτονε και κοπέλι, να πούμε το σωστό. Δεν πειράζει· σαν είν' τα ύστερα καλά, όλα καλά. Μα ήκουσες πως τσ' αλευροκύλισε τσ' Αρναούτες κήφυγε απού τα χέρια τως; Η Σπυριδολενιά βρέθηκ' εκειά και τα δηγάται.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν