United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Σ' όλο το ύστερο, εξηκολούθει να λέγη καθ' εαυτόν, δεν θα πάρω το Στρατή, ετσά που το λέει κ' η μάνα μου. Σαν τήνε πάρω και πάμε στο σπίτι μας, ας κοτήση νάρθη. Όξω, όξω, φαρμακίτη. Η Πηγή ως οψές ήτον αδερφή σου· από σήμερο είναι γυναίκα μου. Η ανάμνησις όμως του σπιτιού έπεσεν ως αποθάρρυνσις εις τας γενναίας του αποφάσεις. Εάν ετελείωνεν αυτό το σπίτι, θα είχαν τελειώσει και τα βάσανά του.

Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.

Αλλά και ο Μανώλης, όπως ήτο φουρκισμένος, του εφώναξε να κάμη ό,τι θέλει· να το 'πη μαγάρι και του Θεού! Και τόσον εκοκκίνισεν από το κακό του, ώστε εφάνη μαύρος. — Μωρ' αυτός έχει αράπικο μπουρί σήμερο. Είντά 'παθε; είπεν ο Καρπάθιος προς τον Συκολόγον. Επί ώρας ειργάσθη, χωρίς να εκστομίση λέξιν.

Μήπως θα καταντούσα τώρα να το θεωρώ δυστύχημα πως μεγάλωνα; Από τη ψυχρή σιωπή της μάνας μου κατάλαβα πως περισσότερο κιαπό το Βαγγελιό ήτο της γνώμης ότι στην ηλικία μου δεν μου ταίριαζαν πεια φιλιά και χάδια. Σήμερο σκέπτομαι ότι το Βαγγελιό πέταξε κείνο το λόγο για να δη την εντύπωση και τη γνώμη της μητέρας μου. Αλλ' επειδή κη μητέρα μου κατάλαβε το σκοπό της σιώπησε.

Και να μου γνωρίζης και χάρη που σεγλύτωσα από το σουνέτι. Από σήμερο και πέρα είσαι Τούρκος. Θα παίρνης αμπτέστι και θα προσκυνάς, σαν Τούρκος. Ο Σιφογιάννης έκλινε την κεφαλήν. — Στσ' ορισμούς σου, αγά...μα... — Μα και μα δεν έχει! Είσαι Τούρκος. Σου δίδω κιόνομα τούρκικο· Τζαφέρης. Έκλινε πάλιν την κεφαλήν τον ο χωρικός, χωρίς να πη λέξη.

Αλλ' άμα απεμακρύνθη, τον κατέλαβε τοιαύτη βροχή, ώστε διέτρεξε μέγαν κίνδυνον. Μετά τινας ημέρας επιστρέφων εσταμάτησε πάλιν εις του παπά, προς ον είπε: — Σε βεβαιώ, παπά, ότι ο χοίρος σου έχει περισσότερο νου απ' όλους τους Τούρκους. Εγώ, φεύγοντας από το Κάστρο αφήκα Μπαϊράμι· αλλά στο Ρέθυμνο ευρήκα Ρεμαζάνι κ' εις τα Χανιά σήμερο μόνο εκάμανε Μπαϊράμι!

Κατόπιν έστρεψε προς τον νέον βλέμμα ανακριτού και του είπε: — Δεν έχεις σήμερο δουλειά, Μανωλιό; — Έχω, απήντησε με φωνήν δειλήν ο Μανώλης. — Και πώς την αφήκες τη δουλειά σου και γυρίζεις; Ποιος πουργεύει; Ο Μανώλης έκλινε την κεφαλήν σιωπών. — Μα δεν είνε και πολλή ώρα που λείπει, είπεν η Πηγή. — Εσύ να κάνης τη δουλειά σου και να μη φυτρώνης όπου δε σε σπέρνουνε! ανεφώνησεν ο Θωμάς με οργήν.

Στο διάστημα τούτο ρώτησε συχνά τη μητέρα της για την κατάστασή μου, αλλά δεν είπε τίποτε για τη σκηνή που της έκαμε η μάνα μου. Μια μέρα όμως έδειξε απροσδόκητη καλλιτέρεψη. Μπόρεσε μάλιστα να βγη και να καθήση στην αυλή. Η μητέρα της είχε πάει έξω κιόταν γύρισε και την είδε, νόμισε πως έβλεπε νεκρανάσταση. — Καλά 'σαι σήμερο; αι, κανακαρά μου;

Και αφού η τύχη σου η σκληρή Τη σήμερο σε υστερεί τα πρώτα δώρα, Μικροί, μεγάλοι αρχινάν Τελείως να σ' αλησμονάν, να μη σε ξέρουν. Σε ταύτο ως πράμμα φανερό, Να ειπώ το όχι, δεν μπορώ. μόνε σου λέγω, Πώς έχεις άδικο πολύ Να δείχνεις κάκητας χολή κατά του κόσμου. Καλοστοχάσου το, κι' ευθύς Σωστά θα πληροφορηθής, πως οχ την τύχη, Να παραπονεθής μπορείς, Οπού σε άφηκε χωρίς χρυσό σαμάρι.