United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούς, είπεν ο Μανώλης, πως το λέει και το τραγούδι; ... Έλα, γιατί μα το Θεό . .. δεν κατέω κ' εγώ είντα μπορώ να κάμω. — Δεν έρχομαι, Μανώλη, μόνο φύγε, να μην έρθη ο Στρατής γή να μη μάςε 'δη κιανείς άλλος ομάδη, είπεν η Πηγή με αγωνίαν. Ο Μανώλης εκοκκίνισεν από πείσμα. — Δε φεύγω αν δε φύγωμε μαζή, μόνο βγάλε το απού το νου σου, είπεν. Ομάδη θα φύγωμε· ακούς το;

Αλλά και ο Μανώλης, όπως ήτο φουρκισμένος, του εφώναξε να κάμη ό,τι θέλει· να το 'πη μαγάρι και του Θεού! Και τόσον εκοκκίνισεν από το κακό του, ώστε εφάνη μαύρος. — Μωρ' αυτός έχει αράπικο μπουρί σήμερο. Είντά 'παθε; είπεν ο Καρπάθιος προς τον Συκολόγον. Επί ώρας ειργάσθη, χωρίς να εκστομίση λέξιν.

Ο ναυβάτης ο εντός της βάρκας εκτύπησε την φώκην μ' ένα πέλεκυν, την αιμάτωσε, το κύμα εκοκκίνισεν επ' ολίγον. Η φώκη ήσπαιρεν εν αγωνία. Ο νεαρός αλιεύς κατώρθωσε να σφίξη τον λαιμόν με μίαν θηλειάν, και καλέσας τον άλλον σύντροφόν του εις βοήθειαν κατώρθωσε τη βοήθεια αυτού, με κίνδυνον να βουλιάξη η φελλούκα, ν' ανασύρη επάνω την φώκην. Η γραία Χαδούλα αγνάντευεν, αγνάντευεν εις το πέλαγος.

Πώς συνέβη να περνά πρωί πρωί απ' εμπρός της ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα, ωραίος, ναύτης, φιλόπονος και φιλομαθής, επιστρέφων από το πλησίον της πόλεως πατρικόν κτήμα του. Εκοκκίνισεν η Κυρατσούλα. Ούτως ωνομάζετο η εύμορφος κόρη.

Δεν ξεύρεις, μάννα, έλεγε και η Κυρατσούλα έπειτα εις την μητέρα της. Πρωί πρωί ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα πού να ήτανε; — Τι; Εμουρμούρισεν η γραία. — Τίποτε· είπεν η κόρη και εκοκκίνισεν άλλην μίαν φοράν. Το αθώον αυτό συνάντημα κατέληξεν εις αρραβώνας. Ω! είθε όλα τα αθώα συναντήματα ν' απολήγωσιν ούτως εις την πλέον χαρμόσυνον ευτυχίαν. Μετ' ολίγον καιρόν εωρτάσθησαν και οι γάμοι.

Έξαφνα αντήχησεν εις τον αέρα έν πιφ, παφ! και αι χήνες έπεσαν εις το νερόν σκοτωμέναι, και εκεί όπου έπεσαν εκοκκίνισεν ο βάλτος από αίμα. Πιφ, παφ, άλλην μίαν φοράν, και ένας σωρός χηνών εσηκώθησαν από τα καλάμια και έφευγαν. Και άλλοι τουφεκισμοί ηκούσθησαν.