United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η Καλλιώ έμενεν ακλόνητος εις την ιδέαν της και έλεγεν ως ο Σαϊτονικολής: — Κατέχει ο μπουρμάς είντά 'ν' ο χουρμάς; Έπειτα βυθιζομένη εις σκέψεις ανεστέναζε.

Κεδά σαν είδε πως το χτικιό τση χάλασε τσι διαολιές τση και πως θαποθάνη, εβάρθηκε να σου κολλήση την αρρωστιά τση, για να σε πάρη μαζή τση στον Άδη. Τέτοια ψυχή έχει αυτός ο άγγελος και τόση αγάπη σούχει. Είντα παιδί 'σαι συ, μωρέ, και γίνεσ' ένα με τσ' οχτρούς τση μάνας σου; Μα 'γώ δε θα την αφήσω τη χτικιασμένη να βάλη φωτιά στο σπίτι μου. Καλή 'μαι να πάω να τση βγάλω τα μάτια τση.

Περαιτέρω εξέτεινον επί της οδού τους κλώνους των ελαιόδενδρα γιγάντια με κορμούς χονδρούς, κουφωμένους υπό του γήρατος. — Τούτεσές είνε φράγκικες ελιές. Είνε φυτεμένες απού τον καιρό πούχαν οι Βενετσάνοι την Κρήτη, εδά και διακόσους χρόνους. — Ειντά 'σαν οι Βενετσάνοι; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Φράγκοι.

Μα περισσότερο πεθυμώ να πάω στην Καβαλαρά να δω το κηπούλι μας. — Είνε πολλά πάνω και θα κουραστής, παιδί μου. — Μα δε λέω κεγώ σήμερο. Σα δυναμώσω περισσότερο. Σκέφθηκε μερικά λεπτά, έπειτα ρώτησε.: — Δε μου λες, μα, ήκουσες αν είνε καλλίτερα ο Γιωργής; — Ήκουσα πως είνε τα ίδια. Μα είντα το θες, παιδί μου, και ταναθιβάλλεις αυτό το κοπέλι; Λίγα βάσανά 'χεις συρμένα συναφορμάς του;

Μόνον ο Σαϊτονικολής, όταν το ήκουσεν, είπε προς την γυναίκα του με μορφασμόν περιφρονητικόν: — Είντα όνομά 'νε, αλλαΐσ', αυτονά; Αλλά δεν επέμεινε, μη δίδων προσοχήν εις τόσο μικρά πράγματα. Το βράδυ λοιπόν εκείνο εις την οικίαν του Μουστοβασίλη επεκράτει μεγάλη κίνησις. Όλαι αι συγγενείς του γυναίκες ήσαν εκεί, πηγαινοερχόμεναι ασχολοφανείς, ετοιμάζουσαι το γεύμα του βαπτίσματος.

Αλλ' εις την χήραν εφάνη ούτω ωραιότερος, διότι ήτο ανδρωδέστερος και η δασύτης ενέτεινε την ρωμαλέαν εντύπωσιν, ήτις κυρίως την συνεκίνει και την έθελγε. — Είντα κάνει το Μαρούλι; εφώναξεν ο Μανώλης άμα την είδε. Πούνε; Αλλά το Μαρζούλι είχεν ήδη απέλθη εις της θείας της. — Κ' είντα λέει; επανέλαβεν ο Μανώλης. Δε με θέλει ακόμη; — Τα ίδια. Πνίγεται, σκοτώνεται, δε θέλει.

Κιαμέ είντα; του χοίρου τη μούρη πρέπει νάχω για να τώςε ξαναμιλήσω. Ας τη λουστούνε τη θυγατέρα τως. Και την άλλη φορά ο γέρος μούκανε μια προσβολή απού δεν ήφεγγα να πορίσω απού την πόρτα ... Δε θέλω μπλειο να τσοι γνωρίζω και την Πηγή τως ας τη χαρούνε. Και να μου τη χρουσώσουνε δεν τήνε θέλω.

Άκουσε, παιδί μου Πηγή, είντα σου λέω 'γώ. Νύφη του Σαϊτονικολή δε μπορεί να γενή η θυγατέρα τσ' Αλογόμυγιας. Να θυμάσαι τα λόγια μου και να μη σε γνοιάζη. Αλλ' οι μήνες παρήρχοντο χωρίς η κουζουλάδα να παρέρχεται· μάλιστα εδυνάμωνεν. Ο Σαϊτονικολής υπεκρίνετο ότι δεν εγνώριζε τας παρεκτροπάς του Μανώλη. Αλλά και ούτος απέφευγεν όσον ηδύνατο τας ομιλίας με τον πατέρα του.

Αλλ' όταν ο Τερερές επλησίασε και ο Μανώλης έτρεξε προς αυτόν απειλητικώς, παρουσιάσθη μία απρόοπτος δυσκολία. Ο Τερερές σταματήσας εξείλκυσεν από την ζώνην του ένα πασαλήν και υποτρέμων του είπεν: — Είντα θες, μωρέ; Να σε σκοτώσω; Η γενναία ορμή του Μανώλη ανεκόπη, ωπισθοδρόμησε μάλιστα ολίγον.

Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπε ν η Καλιώ απορούσα. — Κατέω και 'γώ είντα τούρθε του νεραϊδή; Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. Η Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που 'νόμιζες πώς ήθελε να την καταπιή. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν.