Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Πάλι βρήκα την άρρωστη το βράδυ κάτω από την πορτοκαλιά καθισμένη και με το καπότο στις πλάτες. Έκαμε νανασηκωθή, άμα μείδε, και μούπε μανησυχία: — Είντα! μισεύγεις από 'δα στη χώρα; — Όι, θα πάω στον Άη Θωμά κήρθα να σου το πω. Μα θα γιαγείρω πάλι στο χωριό, μη θαρρείς.

Εγώ πάω κάθα μέρα και τήνε θωρώ κιόλο με τα δάκρυα στα μάτια τήνε βρίσκω· κιόλο μου λέει πως αν σούφταιξ' αδερφός τση, αυτή είντα σούκανε και δεν περνάς μπλειο απ' όξω απ' το σπίτι τως νακούη σκιάς το ζάλο σου και να σε θωρή απ' αλάργο. Μια-δυο φορές μόνο λέει έτυχε να σε δη, όντε πάει στη βρύσι γή στην εκκλησά, μα κάνεις πως δεν τήνε θωρείς και ραΐζει η καρδιά τση.

Αν εκάτεχα γράμματα, είπε τότε, είντα δε θάχω να σου γράψω, πουλάκι μου! Πόσα πράμματα δεν τα λέει κιανείς καλλίτερα με την πένα! Η βοή του καταρράχτη έφθανεν έως στο μέρος που καθώμεστα. Και το Βαγγελιό, αφού σπόγγισε τα μάτια της, είπε: — Πάμε να δούμε τον εγκρεμό και τη ρίχτρα; Ανεβήκαμε και φτάσαμε στην κορυφή του βράχου.

Αλλά σκεφθείς ότι θα την ελύπει, όπως ελυπείτο και αυτός όταν ήκουε το παρανόμι που του είχαν κολλήσει, απεσιώπησε την σκέψιν του. — Και ποιος παπάς θα μας ευλοήση; ηρώτησεν η Πηγή. — Ποιος παπάς θα μας ευλοήση; επανέλαβεν ο Μανώλης ξύων τον κρόταφόν του. Αλλ' η αμηχανία του δεν διήρκεσεν επί πολύ. — Κιανείς, είπε. Σαν παρθούμε 'μείς είντα μας γνοιάζει; Το πρόσωπον όμως της Πηγής εξέφρασε φρίκην.

Εκαθούντονε στον ήλιο με ταυτιά πεσμένα, σα γάιδαρος κουρασμένος. «Αι! είντα κάνεις; του λέει· καιρός είνε να σου πάρω και την άλλη γυναίκα. — Δε θέλω άλλη. — Γιάιντα; — Ετούτη που πήρα με φτάνει και μου περισεύγει. — Μα συ ήθελες δέκα ... — Όι, όι, δε θέλω άλλη». Ο Μανώλης εγέλασεν, αλλ' εγέλασε μάλλον δια την μωρίαν εκείνου του νέου, ο οποίος δεν επέμενε να πάρη και τας άλλας εννέα γυναίκας.

Τοιαύτα φανταζόμενος ο Μανώλης συνεκινείτο μέχρι δακρύων και έλεγε: — Μα είντα φταίει κιόλας αυτή η μαυρομοίρα; ... .Όι, Τερερέ, δε θα σ' αφήσω 'γώ να τήνε πάρης· καλλίτερα να σε πάρη ο διάολος. Επιστρέψας δε εις το χωριό, αντί ν' αποφύγη διά λοξοδρομίας, ως από τινος συνήθιζε, τον δρόμον του Θωμά, εβάδισε κατ' ευθείαν.

Ο δε Σαϊτονικολής, αφοπλίσας τον υιόν του, του εψιθυρίοε με τρέμουσαν εξ οργής φωνήν: — Μωρέ σκύλλε, είντα ν' αυτό πούκαμες; Είπε δε και προς τον δάσκαλον να πάη κιαυτός στην καληώρα. Θωρεί τα 'δα είντά 'καμε με το ξύλο και με το φάλαγγα. Αυτός τάφταιγε.

Γιατί δε θέλω, απήντησεν ο νέος κτυπών τον πόδα εις το έδαφος. Δε μ' αρέσει. Θες άλλο; Μετά μίαν δε στιγμήν είπε: — Δεν τήνε θέλω, γιατί 'χει μουστάκια. Είντα, κιοι δυο θάχωμε μουστάκια, να μη ξεχωρίζη ποιος είνε ο άντρας και ποια 'ν' η γυναίκα; Έπειτα έφυγε μη θέλων ν' ακούση πλέον τίποτε.

Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξη, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του. — Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, είντά 'νε τα πράμματα που κάνεις; εσύ, πρέπει, αποφάσισες τα κάμης όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου. — Είντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανώλης με απροσδόκητον αταραξίαν.

Αλλά, κατά την παροιμίαν, πολλές φορές πηγαίνει το σταμνί στη βρύση, μα έρχεται και φορά που δεν γυρίζει. Τούτο συνέβη και εις το σταμνί της Μαργής. Μίαν ημέραν επήγεν εις την βρύσιν, αλλά δεν εγύρισε. Μόνον η Μαργή επέστρεψεν, αλλ' εις αξιοθρήνητον κατάστασιν, διάβροχος από κεφαλής μέχρι ποδών, ως ναυαγός, κρατούσα μόνον το πλουμιστόν «προσώμι». — Είντά 'παθες; την ηρώτησεν η Καλιώ, ταραχθείσα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν