United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να λέμε την αλήθεια, εσύ 'σαι μεγαλείτερη. Είν' άπραγος, γιατ' ήτον ως οψές βοσκός, μα θα ξυπνήση. Δεν ακούω 'γώ είντα λένε 'κείνες που δεν τσι θέλει μουδέ για φαμέγιες. Έχει και καλούς εδικούς. Και να σου 'πώ, θυγατέρα μου, εμένα η βουλή μου είνε ... — Να τόνε πάρω; — Αν είνε και τα χαλάσανε με το Θωμά ... — Καλιά να τόνε πάρουνε οι δαιμόνοι!

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί. — Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναξαν προς τον πατέρα του άνδρες και γυναίκες. Απηύθηναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα: — Είντα κάνεις, Μανωλιό; Και, τουλόγουσου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε τώσυρες τοσονά μπόι;

Αλλ' ήδη εισήρχοντο εις το χωριό και ο Θωμάς εστράφη κ' εφώναξε προς τον Σαϊτονικολήν: — Ακούς, σύντεκνε Νικολή, είντα διαλαλιούνε;

Όταν πλησίασε ο Καπετανάκης, φώναξε στο Χόντζα: — Είντα πήες τόσο πάνω, μωρέ μουλά; Τα πρωτεία θες να πάρης; Και δεν εσυλλογίστηκες πως δε θα σ' αφήσω να κάτσης στην κεφαλή μας πάνω; Γιανιτσαριά δεν είνε μπλειο στην Κρήτη: Έλα κάτω, γιατί θα σε κατεβάσωμε θες και δε θες.

Μα είντά 'χεις; — Κατέω κεγώ; Έτσα λυόνω και πάω και το γιατρικό μου δε βρίσκεται. Κρυφόθερμες λένε πως έχω. Μα δε μούπες, είντα τάκανες τα γράμματα που μούγραφες. Ήσκιζές τα; — Όι, εστέρευγα τα κέχω τα όλα. — Κρίμα να μη μου τα πέμπης! Εγώ, και χωρίς να κατέω γράμματα, θα καταλάβαινα είντα λέγανε. Θα τως έδιδα φιλιά και θα μουλέγανε μοναχά τως είντα τως επαράγγειλε ο Γιώργος μου να μου πούνε.

Με αυτάς τας σκέψεις έφθασεν εις το σπίτι και ήτον έτοιμος να επαναλάβη προς τον πατέρα του τους λόγους του Αστρονόμου διά να γελάση, ότε ήλθεν απ' έξω η μητέρα του και εφάνη ανήσυχος και στενοχωρημένη. — Είντά 'χεις; την ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Δεν ακούς, είπεν η Ρηγινιώ, ο νεραϊδής ο Τερερές φοβερίζει και λέει πως ανέν πάρη, λέει, ο Μανώλης το Πηγιό ... — Είντα θα κάμη; Η Ρηγινιώ εδίσταζε.

Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.

Πνίγεται, σκοτώνεται, δε σε θέλει. Κ' είντα να τση κάμω; Ό,τι 'μπόρουνα τώκαμα. — Κιαμ' η αγουρίδα που μούλεγες; — Εθάρρουνα κ' εγώ, μα σαν έχη αράπικο ινάτι είντα θες να κάμω; Ο Μανώλης εστέναξε. — Κιαμ' εδά; είπε περίλυπος.

Να μη του συνορίζεσαι, γιατί 'νε αψόθυμος, μα κακός δεν είνε. Και στο ύστερο είντα σε γνοιάζει;.. Δε σε φτάνει ... που σαγαπώ εγώ; είπεν η Πηγή με φωνήν μόλις ακουσθείσαν. Τα μάτια του Μανώλη εξήστραψαν. — Κ' εγώ σ' αγαπώ, είπε, μα θωρείς πως δε μας αφίνουνε. — Και θα περνάς πάλι απού τη στράτα μας να σε θωρώ; — Ντα μπορώ να μην περνώ; είπεν ο Μανώλης και το πρόσωπόν του εκοκκίνιζεν, ως μύδρος.

Όι, εγώ το Βαγγελιό θέλω. Δε θέλω άλλη. — Αι καλά, κανακάρη μου, το Βαγγελιό θα πάρης· και μην ακούς είντα σου λέει ο Γιάννης. Τι θάδιδα νάμουν μεγάλος να δη τότε ο Γιάννης! Σε κάμποσον καιρό γίνηκε ο γάμος μιας ξαδέρφης μου. Καλεσμένο το Βαγγελιό, καλεσμένος κιο Γιάννης· εκεί κ' εγώ, που να μην είχα πάει. Στο χορό βλέπω το Γιάννη να κρατή το Βαγγελιό κιανάβει η ζήλια μου.