United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σάμπως να χαλάρωνε ολοένα κάποιο δέσιμο πούχε σφιχτοζώσει την ψυχή τους, μια γαλήνη ξαστέρωνε τα πρόσωπα τους, τα μάτια τους ανοίγανε διάπλατα και λαμπερά και πηγαίνανε νακκουμπήσουν το φως τους, γλυκασμένο, ολόγυρα: στους κοκκινοφλέβηδες βράχους των λατομείων που στέκονταν εκεί με τις γνώριμες τους φυσιογνωμίες, σα φίλοι που περιμένουν, και τους βλέπανε νάρχωνται από μακριά. . στις ασβεστωμένες μάντρες με τις ρεκλάμες για γάντια και καπέλλα και κάλτσες πλεχτές που ξεφωνίζανε βουβά με θεόρατα γράμματα μες τη σιγαλιά του βουνού και της κάψας. . στα χορταράκια του δρόμου που γλυκοζούσαν κρυμμένα μες τις πέτρες. . στα μαυρισμένα τα καμίνια. . . Όπως τα καμίνια που ταφήναν πίσω τους, έτσι κάτι μαύρο μέσα τους ξεμάκραινε, απόμενε πίσω, σα να μην είχε δύναμη να τους ακολουθήση παραπέρα προς το φως το ξέχυτο και τα λουλούδια. . . . . Κ' έξαφνα μπροστά τους άπλωσαν οι καταπράσινοι κάμποι της Καλλιθέας με τα μυριόχρωμα λουλούδια!

Μα ο Στρατής δεν ήκαμε καλά να μανίση και να σε προσβάλη γιατί 'πες ένα πράμμα απού δεν εκάτεχες πως ήτονε κακό. — Δεν τούπα πράμμα κακό, θεόψυχά μου! είπε με ζωηρότητα ο Μανώλης. — Είπες του πως ο Τερερές φοβερίζει να σε δέση και τον ερώτας είντα δέσιμο θα σου κάμη. Αυτά τα πράμματα δεν τα λένε μπροστά σε κοπελλιές. Μα ας είνε, δεν εχάλασε δα κι ο κόσμος.

Κάτω δε χαμηλά εις την βάσιν του βουνού ένας Τούρκος εφαίνετο κόπτων πλάτανον και ο Μανώλης έβλεπε καταφερομένην την αξίνην και μετά πάροδον δευτερολέπτων ήκουε τον υπόκωφον κτύπον. Έπειτα επανήλθεν εις την μνήμην του ο Τερερές και το σκοτεινόν πρόβλημα ήρχισε πάλιν να περιστρέφεται εις το πνεύμα του: Μα τι δέσιμο να είνε αυτό;

Δε μούπε κιαφέντης μου είντα τα θέλω τα χέρια και τάχω; Έπειτα κατέβη εις την ράχιν: — Καλλίτερα να τόνε δείρω σα γάιδαρο. Συγχρόνως δεν έπαυε να περιστρέφεται εις το πνεύμα του το σκοτεινόν πρόβλημα· τι να ήτο το δέσιμο με το οποίον τον εφοβέριζεν ο Τερερές; Ο δρόμος τον έφερε προ της οικίας του Θωμά.

Μα μήτ' αυτό δεν έσωνε, παρά και χρυσές πλεξούδες τους κρέμαζαν οι παραστεκάμενες, και με δέσιμο Περσικό τους περίζωναν το κεφάλι τους. Άλλες πάλι άφιναν ψιλές ψιλές πλεξούδες κ' έπεφταν απάνω στους ώμους, σκεπάζοντας το κεφάλι με χρυσοΰφαντα φακιόλια ή με σκουφάκια από δίχτι καταστόλιστο πετράδια. Σαν τέλειωνε το συγύρισμα τω μαλλιώνε, άρχιζαν και τάλλα στολίσματα.

Ξέρετε, πως αυτά τα δύο έθνη βρίσκονται σε πόλεμο για λίγα στρέμματα χιόνια προς το μέρος του Καναδά, και πως ξοδεύουνε γι' αυτό τον πόλεμο πολύ περισσότερα απ' όσο κοστίζει ολόκληρος ο Καναδάς; Το να σας πω ακριβώς σε ποιόν τόπο υπάρχουνε περισσότεροι για δέσιμο, η ασθενής μου μόρφωση δε μου το επιτρέπει· ξέρω μονάχα, πως γενικά οι άνθρωποι, που θα ιδούμε, είναι υπερβολικά χολερικοί.

Η γυναίκα τον λοξοκοίταζε, ενώ περνούσε τα καινούργια κορδόνια στα παπούτσια της, χωρίς να πετάξει τα παλιά, που μπορούσαν ακόμη να χρησιμέψουν στο δέσιμο κάποιου πράγματος. Γιατί όμως εκείνος μιλούσε έτσι, με τόνο παρακαλεστικό σαν ζητιάνος; Την κορόιδευε ή είχε πυρετό; «Έφις, ψυχή μου, γύρισες τον κόσμο και έλιωσαν τα παπούτσια σου και το μυαλό σουΠαρόλα αυτά του δάνεισε τα χρήματα.

Από την πλύση του καταστρώματος στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τόρα στην τρόμπα· τόρα στον αργάτη· φόρτωμαξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα πρώτος εγώ.

Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.

Ο Dr Johnson έλεγε πως όποιος δε γράφει με σκοπό να κερδίση χρήματα, είνε για δέσιμο. Κ' επειδή ο Dr Johnson ανοησίες δεν έλεγε, συχνά το συλλογίστηκα μήπως όλοι εμείς που γράφουμε χάρισμα, και για κόσμο που δε διαβάζει, μήπως δεν τάχουμε χαμένα και μεις. Κ' ένας νέος μέσα στους χίλιους να μας διαβάση, να μας νοιώση και να μας πονέση, κέρδος κι αυτό. Ορίστε λοιπόν που έχουμε ένα κ έ ρ δ ο ς.