United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμέσως! αλέστα! βάρ' τα χάλασ'τα! έκραξε τότε ο Καρδοπάκης και ανεπήδησεν από την στρωμνήν του. Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει κ' η Λουκρητία, ως να της ωμίλησέ τις καθ' ύπνον εις το ωτίον και να της είπε: Σήκω. Εσηκώθη, έτριψε τα μάτια της, κ' είπε: — Τι τρέχει; Οι άνθρωποι είχον έλθει πράγματι έξωθεν του μύλου, κ' η Σοφία δεν είχεν απατηθή εις την αϋπνίαν της.

Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.

— Ε! διάβασε με ησυχίαν το γράμμα, και άλλη φορά μου λες για τον Άγιον Βασιλέα· θαρρώ ότι να είνε καλό γράμμα αυτό. Και απέμεινε μόνος ο καπετάν-Μαμμής με την επιστολήν εις χείρας και παρατηρών τας σφραγίδας της. — Από την Πόλιν! εφώναξεν αίφνης σαν να τον εδάγκασε κανέν θηρίον. Είνε γράμμα του παιδού μου! Ανεπήδησεν από το μενδέρι του σαν να τον ανετίναξε σεισμός δυνατός. — Ω θαύμα θαυμάτων!

Ημέραν καθ' ημέραν ησθάνετο το θάρρος του ελαττούμενον προέβλεπεν ήδη το μέλλον φρικιών· θα ηγωνίζετο, θα ηγωνίζετο αλλ' επί τέλους θα υπέκυπτεν! — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο! ηκούσθη πάλιν υποτρέμουσα η φωνή της Μάρως, επανελθούσης εις την οπήν. Ο Γιάννος ανεπήδησεν εις την φωνήν και λησμονήσας ότι ήτο δεμένος ηθέλησε να σηκωθή.

Παρετήρησεν αποθέτουσα το κενόν ταψίον επί της τραπέζης· και προσέθηκεν: — Εσείς το φάγατε και με γελάτε! — Ο Μπάρμπα Σταύρος ανεπήδησεν επάνω κατάλευκος, κρατών εις χείρας το τσιμπούκιόν του ως εάν επρόκειτο να δείρη τους γάτους του όπου ήσαν λαίμαργοι πολύ και κακομαθημένοι. — Καλή χρονιά σας! επανέλαβεν η Κρατήρα ειρωνικώς και λυπημένη.

Τότε ανεπήδησεν αιφνιδίως η αίγαγρος, ο θείος επυροβόλησε και επέτυχε το ζώον η θανατηφόρος σφαίρα, αλλά το μικρόν επήδησε πέρα, 'σάν να ήτο μακρά ζωή ησκημένη εις την φυγήν και τον κίνδυνον. Το μέγα πτηνόν επτοήθη από τον κρότον του πυροβολισμού και ετράπη άλλην διεύθυνσιν· ο θείος δεν ήξευρε τίποτε περί του κινδύνου, μέσα εις τον οποίον εκρεμάσθη· κατόπιν το έμαθε από τον Ρούντυ.

Εγνώριζε την συνήθειαν την οποίαν έχουν να συνάζωνται ούτω και να θορυβούν μόλις εύρουν κάτι εις τον δρόμον των· υπέθετε δε ότι και τόρα κανέν παλιοπάπουτσο είτε ράκος πανιού θα επροκάλει την έριν των. Αίφνης όμως εκ των αλληλωθισμών και ραμφισμάτων αυτών ανεπήδησεν υπεράνω κ' έπεσε προ των ποδών της μικρόν τεμάχιον καλάμου. — Μπα· η φλογέρα του! εψιθύρισεν η λυγερή.

Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.

Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον. — Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί. — Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος. Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από δούλους.

Αλλ' η κίνησις αύτη έκαμε να πέση εις τα οπίσω η κουκούλα, ήτις εκάλυπτε την κεφαλήν του, και όλον το φως έπεσεν επί του προσώπου του. Ο Γλαύκος, όστις εκάθητο εκεί πλησίον, ιδών την μορφήν του Χίλωνος, ανεπήδησεν από το κάθισμά του και εστάθη έμπροσθεν αυτού. — Δεν με αναγνωρίζεις, Κήφισσε; ηρώτησεν. Η φωνή του είχε τι τόσω το τρομερόν, ώστε ρίγος διέτρεξεν όλους τους παρεστώτας . . .