United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.

Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω. Ενταύθα διεκόπη ο καπετάν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν. Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.

Αλλά πού ύπνος; Το καφενείον εγέμισεν εντός ολίγου Τηνίων ευθυμούντων, και είχομεν όλην την νύκτα μουσικήν, άσματα και ευωχίαν. Μετά πόσης αδημονίας διήλθα την άγρυπνον νύκτα εκείνην ! Τους έβλεπα και τους ήκουα από την σκοτεινήν μου γωνίαν, και η φαιδρότης των μου έφερε δάκρυα, ο δε ήχος των οργάνων μου ενθύμιζεν οιμωγάς και θρήνους.

Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον. — Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί. — Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος. Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από δούλους.

Βροχή τριήμερος και χαλαζοθύελλαι είχον διακόψει τα θεάματα, ο λαός ανησύχει. Το πλήθος απήτει να επαναληφθούν οι αγώνες και τέλος, μετά τρεις ημέρας, το αμφιθέατρον εγέμισεν από χιλιάδας θεατάς. Ο Καίσαρ αυτός έφθασεν ενωρίς, όπως και αι Εστιάδες και η αυλή. Την ημέραν εκείνην το θέαμα έμελλε να αρχίση διά μάχης μεταξύ χριστιανών.

Φέροντας το κρασί, η Δηλαρά εγέμισεν ένα ποτήρι, και το δίδει του σκλάβου, έπειτα του λέγει· πίε εις υγείαν μου. Ο βασιλεύς φιλώντας το χέρι της, που εκρατούσε το ποτήρι, το επήρε και το έπιεν εις υγείαν της. Η Δηλαρά γεμίζοντας άλλο ένα ποτήρι, λέγει προς τον Κουλούφ διά να τον πειράξη· το πίνω ετούτο εις την υγείαν εκείνης που αγαπάς, ήγουν της ωραίας Γουλεδάμ, αγαπητικής του βασιλέως σου.

Οι περιεστώτες έμειναν εκστατικοί εις τούτο το θέαμα και όλοι έντρομοι ελόγιασαν πώς να του έπεσεν αποπληξία. Εδόθησαν όλοι οι άνθρωποί του εις τα κλάμματα και εις τες φωνές διά τον θάνατον του αυθέντου των· όλη η χώρα εγέμισεν ευθύς από βρυγμόν και κλάμματα διά τον εξαφνικόν θάνατον του ευεργέτου τους, και εφώναζαν ωσάν να είχαν χάση τον ίδιόν τους πατέρα.

και εντός ολίγου η Ακρόπολις εγέμισεν από φιλοσόφους, οι οποίοι καταλαμβάνουν θέσεις με θόρυβον. Παντού πήραι, γενειάδες, κολακεία, αναισχυντία, βακτηρία, λαιμαργία, συλλογισμός και φιλοχρηματία. Οι δε ολίγοι, οι οποίοι με το πρώτον κήρυγμα ανέβηκαν, έγιναν αφανείς και άσημοι, αναμιχθέντες εις το πλήθος των άλλων και ένεκα της εξωτερικής ομοιότητος δεν διακρίνονται.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 315 «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου. μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου, η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, 320 οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου. για τούτο τώρα σου 'πεσατα γόνατα, να μάθω πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. 325 μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης, αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα• ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 330 τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια».

Ετύλιξεν εις χαρτία δύο ή τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας και μεγαλόρραγας σταφίδας.