United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο τροχιόδρομος, διερχόμενος, παρέσυρεν υπό τους τροχούς των αμαξών, γραίαν, ήτις συνεκίνησεν όλην την πλατείαν με τας οιμωγάς της στενάζουσα ως σφαζομένη όρνις.

Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμονεκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας.

Ο Ήλιος έκαιε και εταχύνομεν το βήμα προς τας λευκάς του χωρίου οικίας. Αίφνης, εις τα πρόθυρα αυτού, ηκούσαμεν οιμωγάς και κραυγάς γυναικείας. Εστάθημεν και οι τρεις και είδομεν ο είς τον άλλον. Μη ήσαν Τούρκοι εις το χωρίον ; Αύτη ήτο η πρώτη μου σκέψις. Ετείναμεν τα ώτα. Αι κραυγαί εξηκολούθουν. Ήσαν βεβαίως γυναικεία μοιρολόγια.

Εις θέσιν δε προέχουσαν επί μιας των πλευρών του σταύλου, εύρομεν άχυρον, το οποίον εστρώσαμεν κατά γης, διά να μη κατακλίνωνται επί του βορβορώδους εδάφους αι γυναίκες και τα παιδία. Και εζήσαμεν ούτω τέσσαρας νύκτας και τέσσαρας ημέρας! Εκ του κρυψώνος μας ηκούομεν έξω συχνάκις τας κραυγάς των Τούρκων και οιμωγάς των Χριστιανών, πότε μακράν και άλλοτε πλησίον.

Τυφλός εμφανίζεται εις την σκηνήν, οι δε γέροντεες αποστρέφουν τας κεφαλάς μη δυνάμενοι ν’ αντιμετωπίσουν το αποτρόπαιον θέαμα. Βάλλει σπαρακτικάς οιμωγάς και αποδίδει τα πάντα εις τον Απόλλωνα. Εις παρατήρησιν του χορού διατί προέβη εις το φρικτόν αυτό διάβημα, απαντά ότι δεν ήθελε να βλέπη τίποτε με τους οφθαλμούς του° ήθελεν αν ήτο δυνατόν και τας ακοάς του να σφραγίση.

Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον, ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.

Η Σοφούλα σιωπηλή ίστατο ως απομαρμαρωθείσα. Η δε γραία εξηκολούθει να εκφέρη στεναγμούς και οιμωγάς οδυνηροτέρας της παθούσης ωραίας παρθένου: — Αχ! πάει το κορίτσι! Τώχασα το κορίτσι! Κλαυθμηρώς και διακεκομμένως ως μοιρολόγημα επί νεκρώ προφέρουσα τας συλλαβάς. — Δεν έσπαζα το πόδι μου να μην έλθω; Έλεγε συνεχώς· και τύπτουσα την κεφαλήν της επανελάμβανε: — Η λαχταρισμένη! Η πλαντασμένη!

Μεταξύ των νεκραναστάντων πολλοί διηγήθησαν ότι ήκουον τα πέριξ αυτών λεγόμενα, τας οιμωγάς των θρηνούντων αυτούς συγγενών και φίλων, τον ήχον των κωδώνων, την ψαλμωδίαν των ιερέων, τον επί του μετώπου αυτών ύστατον ασπασμόν και το χώμα καταπίπτον επί των σανίδων του φερέτρου. Αλλ' εν τούτοις αδύνατον ήτο αυτοίς ν' ανακράξωσι: «Μη με θάπτετε ζώντα