United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δύο φίλοι μου παρίσταντο ενώπιον μου ως σκελετοί κινούμενοι, σκελετοί ζώντες, σκελετοί τρώγοντες και πίνοντες. Αποτρόπαιον θέαμα! Προ ώρας ήρξατο η μελωδία της πανηγύρεως. Αλλ' εγώ δεν ήκουον πλέον.

Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν! Αναπνοή εντός του σταύλου δεν ηκούετο. Ο Τούρκος εκτείνει τον πόδα, προχωρεί έν βήμα..... Αντήχησε διά μιας ο πάταγος υδάτων πατουμένων και βλάσφημος του Τούρκου εκφώνησις. ― Μόνον βρώμαι είναι εδώ. Δεν έχει τίποτε. Πηγαίνωμεν!

Ο πολιός εφημέριος απέμεινε σύννους. Εσκέφθη πολύ. Επηκολούθησε μικρά σιωπή. Εις την ψυχήν του παπά-Κονόμου αντηλλάγησαν πολλαί υποθέσεις. Εις τον νουν του εσχηματίσθησαν πολλά συμπεράσματα. Το αποτρόπαιον βρυκολάκιασμα όμως ήρχισε να διαλύεται ολίγον κατ' ολίγον, και η ωραία οπτασία του βοσκού απετέλεσε την βάσιν μιας γλυκητάτης υποθέσεως μέσα εις τον νουν του ιερέως.

Μάλιστα, να του εξομολογηθή και έπρεπε και ώφειλε. Επήγε εις τον Μύλον, εξωμολογήθησαν· ήρχισε η Μπαμπέττα με ένα φίλημα και ετελείωσε με το ότι ο Ρούντυ ήτο αμαρτωλός. Η μεγαλυτέρα αμαρτία του ήτο, ότι ημπόρεσε να αμφιβάλλη διά την πίστιν της Μπαμπέττας· ήτο αποτρόπαιον εκ μέρους του, Τοιαύτη έλλειψις εμπιστοσύνης, τοιαύτη βιαιότης ημπορούσε και τους δύο να κρημνίση εις την δυστυχίαν.

Τυφλός εμφανίζεται εις την σκηνήν, οι δε γέροντεες αποστρέφουν τας κεφαλάς μη δυνάμενοι ν’ αντιμετωπίσουν το αποτρόπαιον θέαμα. Βάλλει σπαρακτικάς οιμωγάς και αποδίδει τα πάντα εις τον Απόλλωνα. Εις παρατήρησιν του χορού διατί προέβη εις το φρικτόν αυτό διάβημα, απαντά ότι δεν ήθελε να βλέπη τίποτε με τους οφθαλμούς του° ήθελεν αν ήτο δυνατόν και τας ακοάς του να σφραγίση.

Το πταίσμα είνε μικρόν όταν ο ηθοποιός δεν υποκρίνεται καλώς το πρόσωπον ενός δούλου ή αγγελιαφόρου, αλλ' είνε ασεβές και αποτρόπαιον να μη παραστήση όπως πρέπει προς τους θεατάς τον Δία ή τον Ηρακλήν.

Αι μεταξύ αυτού και του κόσμου σχέσεις έληξαν διά παντός! Ο αφωρισμός, αποτρόπαιον και βδελυκτόν στίγμα, προσεκολλήθη επ' αυτού, ως το νεκρικόν σουδάριον επί του σώματος του Ιησού και ούτε διά της ζωής ούτε διά του θανάτου ηδύνατο να τον αποβάλη.

Ωσάν να μου παρέλυσε τας φλέβας κρύος φόβος, και μου παγόνει της ζωής την ζέστην. — Θα τας κράξω· αν τας ιδώ αναψυχήν θα λάβω. — Παραμάνα! — Πλην τι την θέλω; Μόνη μου εγώ να παίξω έχω την αποτρόπαιον σκηνήν! Έλα εδώ, φιάλη! — Κι αν δεν ναρκόνη το πιοτόν; Θα με 'πανδρεύσουν τότε αύριον; Ω! ποτέ, ποτέ! Ιδού τι θα με σώση! Εδώ κοντά μου μείνε συ.

Ούτω, μόλις εισήρχετό τις, παρίσταντο αύται προ των ομμάτων του ως μορφαί τερατώδεις, εφ' όσον όμως προυχώρει, μετεβάλλοντο βαθμηδόν, ούτως ώστε ο θεατής, αλλάσσων θέσεις, έβλεπεν εαυτόν περιστοιχούμενον υπό σωρείας μυσαρών μορφών, ομοίων προς τα δημιουργήματα της δεισιδαιμονίας του Βορρά· σφοδρόν δε ρεύμα αέρος, εισερχόμενον τεχνηέντως διά του τοίχου όπισθεν των παραπετασμάτων, επέτεινε την φαντασμαγορίαν, παρέχον εις το όλον εμψύχωσιν τρομακτικήν και αποτρόπαιον.

Η μητέρα μου έκειτο ασθενής και ώφειλον να μεταβώ εις τον ιατρόν. Αχ! φοβερά εκείνη η ώρα. Αισθάνομαι ακόμη παλλομένην την καρδίαν μου. Ολόκληρον νεκροκράββατον μακρύ, απαίσιον, εστολισμένον, με τα κηρία αναμμένα, με κατεδίωξε καταδίωξιν αποτρόπαιον και παράδοξον.