United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και συ, ω Πάρη, πήγαινε. Και προετοιμασθήτε να νεκροσυνοδεύσετε το εύμορφον κορμί της. Μ' αυτό τας αμαρτίας σας ο Κύριος παιδεύει, και κλίνετε την κεφαλήν, να μη παραθυμώση. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Αι! ας πηγαίνωμεν κ' ημείς και τα λαλούμενά μας. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πηγαίνετε· πηγαίνετε καλά μου παλλικάρια, κ' εστράβωσαν τα πράγματα, καθώς παρατηρείτε. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Ας ήτον εις το χέρι μας να 'σιάσουν, παραμάνα.

Ώρα κακή, που ο Καιρός χειρότερην δεν είδε εις το ταξείδι το βαρύ του μακρυνού του δρόμου! Ένα το είχα μοναχόν, μονάκριβον παιδί μου, αυτό η μόνη μου χαρά, παρηγορία μόνη, κι' ο Χάρος απ' τα 'μάτια μου, ο άπονος, το 'πήρε! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ω πίκρα! ω πικρή, πικρή, κατάπικρη ημέρα! ημέρα βαρυορίζικη, πικρή, πικρή ημέρα, οπού πικρότερην ποτέ δεν είδα ‘ς την ζωήν μου!

Επέστρεψε το αίματα μάγουλα σου; — δεν αργούν να κατακκοκινίσουν. 'Σ το μοναστήρι πήγαινε· κ' εγώ απ' άλλον δρόμον εκεί πηγαίνω, επειδή θα ενταμώσω κάποιον, που θα μου δώση μυστικά σχοινιά, διά ν' αναίβη εις την φωληάν ενός πουλιού ο αγαπητικός σου όταν νυκτώση. — Πήγαινε. — 'Πάγω κ' εγώ να φάγω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! με την ώραν την καλήν, χρυσή μου παραμάνα. Το κελλίον του Λαυρεντίου.

ΠΑΡΑΜΑΝΑτους άνδρας πού εχάθηκε τιμή και πιστοσύνη; Είν' όλοι των επίορκοι και ψεύται και προδόται. — Πού είν' ο Πέτρος; ήθελα 'λίγον ρακί. — Η λύπη και ο καϋμός μ' εγήρασαν· 'ντροπή εις τον Ρωμαίον! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Άφτραις να βγάλ' η γλώσσα σου διά τον λόγον τούτον! Δεν εγεννήθηκε αυτός να ήν' εντροπιασμένος! Η εντροπή εντρέπεται να ιδή το μέτωπόν του.

Στάσου, Τυβάλτη· στάσου. Ω!... Ρωμαίε, έρχομαι! Αυτό το πίνω δι εσένα! Η αίθουσα του Καπουλέτου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να, πάρε τούτα τα κλειδιά, μυρωδικά να φέρης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κάτω οι μάγειροι ζητούν χουρμάδες και κυδώνια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, εισερχόμενος. Σαλεύετε, σαλεύετε, κ' επέρασεν η ώρα. Δυο φοραίς ο πετεινός εφώναξεν ως τώρα, και η καμπάνα σήμανε ταις τρεις.

Στην παραμάνα θα το βάλω!.. Άνοιξε πάλι την πόρτα βιαστικός και δρόμο. Αλαφιασμένος πάντα φοβερός, με το μωρό διαμάσκαλα κρυμένο, σα νάταν παλιοκούρελο, κάτω από τη βαριά του κάπα, εγλύστρησε έξω, μέσα στα χιόνια τα πηχτά, που απλώνονταν κάτω από τα βουβά του βήματα. Εχάθη μέσα στα βαθιά τρισκόταδα, που τον αγκάλιασαν περίγυρα, κατάμαβρα σαν την κακούργα του ψυχή...

Αγάπη μου σ' αφίνω. — Αμέσως, παραμάνα μου. — Έσο πιστός, Μοντέκη. Πρόσμειν' εδώ μίαν στιγμήν κι’ αμέσως επιστρέφω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ευλογημέν' η νύκτ' αυτή και τρις ευλογημένη! Φοβούμαι μήπως όνειρον ήτον αυτό που είδα· τόσον μου φαίνεται γλυκόν, που μόλις το πιστεύω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ, επιστρέφουσα εις το παράθυρον. Δυο λόγια μόνον να σου ‘πώ, κι’ αλήθεια καλήν νύκτα.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δύο πανιά! Μία φούστα και ένα βρακί. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πέτρε! ΠΕΤΡΟΣ Παρών. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Το φυσερόν μου, Πέτρε . ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Δος της το, Πέτρε, να κρύψη το πρόσωπόν της. Μου αρέσει καλλίτερα το φυσερόν. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλή σας ημέρα, άρχοντες. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Καλή εσπέρα, αρχόντισσά μου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ, από τώρα εβράδυασε;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ δεν μου λέγεις τι πράγμα είναι αυτός ο γλωσ- σάς, οπού μου έκοψε τόσαις αυθάδειαις: ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι ένα αρχοντόπουλον, οπού του αρέσει ν' ακούη την φωνήν του, και ημπορεί να ειπή εις ένα λεπτόν όσα δεν έχει την υπομονήν ν' ακούση εις ένα μήνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αν έχη την όρεξιν να φλυαρή δι’ εμένα, του δείχνω εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκκος!

Κύτταξε τώρα, τι καλά οπού ήλθεν ο χω- ρατάς! Χίλια χρόνια να ζήσω, δεν θα το λησμονήσω. «Αλήθεια, Ζουλήλέγει· και το γλυκόν ανοητάκι αφίνει τα κλαύματα και του κάμνει, ναι. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Καλά, καλά! Άφησέ τα τώρα αυτά, παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ναι, Κυρία· αλλά δεν ημπορώ να μη γελώ, όταν μ' έρχεται εις τον νουν πώς άφησε τα κλαύματα, και του κάμνει, ναι.