Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Συχνά τον Ήλιο τώρα Όχι ο καϋμός του κυνηγιού, άλλος καϋμός τον φέρει 'Στού Απάνου-Κόσμου τα βουνά. Κάθε λαγκάδι τώρα Και κάθε δάσος που περνά δεν τα 'ρωτά για αγρίμια, Ρωτά για την αγάπη του, την μαυρομμάτα κόρη. Κι' όταν 'ςτόν τόπο της περνά και ροβολά 'ςτή βρύση Πάντα την βρίσκει μοναχή, και κάθεται σιμά της, Και πίνει από τα χέρια της το κρύο νερό της βρύσης. Πέρασαν μήνες, πέρασαν.

Δυο μέρες αλισβερίσι! είπε. Παραβιάστηκε να πεθάνη ο χριστιανός. Ως το βράδυ, το βασίλεμμα, απ' το λεβέντικο κορμί και τη χαρούμενη καρδιά του Πέτρου δεν είχε απομείνει άλλο μέσα στο μαγαζάκι παρά ένα όνομα κ' ένας καϋμός.

ΠΑΡΑΜΑΝΑτους άνδρας πού εχάθηκε τιμή και πιστοσύνη; Είν' όλοι των επίορκοι και ψεύται και προδόται. — Πού είν' ο Πέτρος; ήθελα 'λίγον ρακί. — Η λύπη και ο καϋμός μ' εγήρασαν· 'ντροπή εις τον Ρωμαίον! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Άφτραις να βγάλ' η γλώσσα σου διά τον λόγον τούτον! Δεν εγεννήθηκε αυτός να ήν' εντροπιασμένος! Η εντροπή εντρέπεται να ιδή το μέτωπόν του.

Εκεί βγαίνει ο ήλιος· ήλιος λαμπρός και ζωοπάροχος, ανέσπερος και αΐδιος — ο ήλιος του Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια εκείνος δεν βλέπει τη χαραυγή· εθνική χαραυγή, πόθος και καϋμός αιώνων όλωνόχι κουραφέξαλα. Κύταξε γύρω μας: Θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος, στεριές σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκιπένθος άλυτον. Θεριά τα κύματα χτυπάνε το καράβι μας.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Εις ένα και το αυτό ταξείδι, η Κλάριβελ εύρηκε άνδρα εις το Τούνεζι, ο Φερδινάνδος, ο αδελφός της, μία σύντροφο εκεί, που ο ίδιος ήταν χαμένος, ο Πρόσπερος τη δουκαρχία του σ' ένα έρημο νησί, και καθένας από μας ηύρε τον εαυτό του ενώ είχε βγη από τον εαυτό του. Δόστε μου τα χέρια σας· ο καϋμός και η θλίψη να σφίξουν πάντα την καρδιά, που δεν θέλει τη χαρά σας. ΓΟΝΖ. Γένοιτο.! Αμήν!

Μου έφθανε τον θάνατον να κλαύσω του Τυβάλτη, ή εάν πρέπη συντροφιάν η συμφορά να έχη, κ' η πίκρα συνοδείαν της να έχη κι’ άλλην πίκραν, πώς, όταν έλεγεν αυτή, νεκρός είν' ο Τυβάλτης, δεν είπε: κι’ ο πατέρας σου κατόπιν, ή δεν είπε: κ' η μάνα σου, ή και οι δυο. Αυτό καϋμός θα ήτο, αλλά καϋμός υποφερτός. Αλλά εις του Τυβάλτη τον θάνατον, να έρχεται κατόπιν, κι’ ο Ρωμαίος εξωρισμένος!

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, επανερχόμενος. Ρωμαίε! Ο Μερκούτιος απέθανε, Ρωμαίε! Την γην την εβαρέθηκε πριν έλθη ο καιρός του, και η γενναία του ψυχή ανέβηκετα νέφη. ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι αρχή της συμφοράς η μαύρη τούτη 'μέρα· εδώ αρχίζει ο καϋμός κι’ αλλού θα τελειώση. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να! λυσιασμένος έρχεται και πάλιν ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ. ΡΩΜΑΙΟΣ Α! ο Μερκούτιος νεκρός, και τούτος θριαμβεύει!

Την κόρη της, την είχε καλοπαντρέψη, μα δεν είχε τύχη να ζήση· πέθανε στη γέννα, και το παιδί έζησε ως που ν' αποκτήση το δικαίωμα ο πατεριασμένος του να κληρονομήση τα προικιά, κ' ύστερα, στους πέντε μήνες, ξαναπαντρεύτηκε· αυτός ήταν ο μεγαλείτερος καϋμός της θεια- Μορισίνας! Για να μαλακώση, η ταλαίπωρη, τον πόνο της, έκαμε στην αρχή να πέση στα θεία και σε αγαθοεργίες.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να, έρχεται. Παρακαλώ, αφήσατέ μας μόνους. Θα καταφέρω να μου ‘πή ποιος είναι ο καϋμός του. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Άλλο δεν ήθελα κ' εγώ παρά να κατορθώσης να σου ανοίξη την καρδιάν. — Πηγαίνωμεν, γυναίκα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εξάδελφε, καλόν πρωί! ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι πρωί ακόμη; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Μόλις εσήμαναν εννηά.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν