Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Στην αρχή δεν το πίστεψα· κιόταν βεβαιώθηκα δεν έκλαψα. Ο καϋμός μου μαζεύτηκε και κλείστηκε στη ψυχή μου, να μείνη εκεί για όλη μου τη ζωή. Έπειτα ήτο τόσο μεγάλο και σοβαρό πράμμα ο θάνατος κείνος, που δεν τον πήγαιναν τα δάκρυά μου, δάκρυα έως τότε παιδιάτικα, που μόνον για μικρά κιασήμαντα είχαν κλάψει. Ένα μόνο λόγο είπα στη μάνα μου: — Θωρείς τα 'δα; Η μάνα μου δεν είπε λέξη.

Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι' αυτή απ' την αγάπη, πως ένας κρυφός καϋμός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε.... Έτσι ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζή του την αγάπη του, και δεν την άφησε να την χαρή άλλος κανένας στον κόσμο.

Κάθε γλυκειά βραδούλα Οι δυο τους ανταμώνονται. Την αγαπάει ο Ήλιος· Η κόρη τον θιαμαίνεται μονάχα, κ' η καρδιά της Νοιώθει καμάρι απάντεχο, χαρά μεγάλη, ουράνια, Που δίνει με τα χέρια της νερόαρχοντοπαίδι. Ο Ήλιος όσο την τηρά, τόσο ο καϋμός του ανάφτει Που μέσ' 'ςτά φυλλοκάρδια του κρυμμένον τον φυλάει.

Χαρές και λύπες μια στιγμή ένα γίνονται Και δεν τις ξεχωρίζεις την μιαν από την άλλη... — Σαν παραμύθι, Στρατή, σαν ξένο παραμύθι. — Και σαν πάρη τέλος το παραμύθι, τι σου απόμεινε; Ένας καϋμός. Ένας καϋμός για τα καλά του κόσμου κ' ένας καϋμός για ταχαμνά του. — Ως που να κλείσωμε τα μάτια, Στρατή. — Πες και πως τάχωμε κλεισμένα. Τι βγαίνει; Ωστόσο, πριν τα κλείσω, κάτι καρτερώ να δω ακόμα.

Δεν είν' αρρώστεια να διαβή να ξαναγειάνη πάλι, Δεν είναι μιαν αντάμωσι για να την λησμονήση, Γκρεμός δεν είναι και ραϊδιό και σκέπι να περάση, Δεν είν' πελαγοποταμιά διά να διαβή από πέρα, Δεν είναι μαύρο σύγνεφο να φυλακτή σ' απόσκιο, Μόν' είναι ο πόνος της καρδιάς κι' ο πόνος της αγάπης, Είναι καϋμός. Και σκιάζομαι να μη τον χάσω, η μαύρη. — Γιαννούλα, εγώ την κόρη μου την έχω αλλού ταμμένη.

Και δεν ξαναγύρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον πήρε μαζή του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο καϋμός της. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με καλοσύνη.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι' ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Αλλ' επ' εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισται προθύμως του έδιδαν, αλλ' απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε, κατ' αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου. . . Πλην φευ! αυτός δεν ήτον ο μόνος καϋμός του . . .

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν