United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δεν ξαναγύρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον πήρε μαζή του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο καϋμός της. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με καλοσύνη.

Ας είνε· ας φέρουμε μια γύρα μέσ' στο λιμάνι, τώρα με το φεγγαράκι. Και μετ' ολίγον προσέθηκε·Για να δοκιμάσω πώς θα μου φανή, όταν θα 'μβαρκάρω για να πάω πέρα... Έλεγε πάντοτε πέρα, κ' εννοούσε την πατρίδα.

Όλος ο κόσμος είχε αλλάξει όψη γύρω μας. Το φεγγαράκι εβύθισε και πάει μέσα στα αθώρητα τα βάθη του γιαλού. Έσβυσαν πάνω, μες τη σκοτεινιά, και οι βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Εμούντωσαν τα πέλαγα στα πλάτη τους τρομαχτικά. Εμάβρισαν τα περιγιάλια γύρω μας.

Η Παναγιά να τη δυναμώνη τη δόλια, να μην της έρθη και τίποτις. Από πού ξεφύτρωσες εσύ τώρα! Να μην τάφερες τάλογα από κανένα χωριό; Κερ. Τι χωριό και τι ξεχωριό! Οληνυχτής ταξίδευα με το φεγγαράκι. Πρι να προβάλη ο ήλιος ξεκίνησ' από τη χώρα, και να 'μαι τώρα. Αμέ τι θαρρείς; Έτσι μονάχα, θα γίνεται γάμος και γω θα γυρίζω \ μες στα βουνά; Γαρουφ.

Τι; δε το πιστεύετε; Δίκιο έχετε, γι ακούτε δω όμως. Είνε περίπου από είκοσι χρόνια. Τη χρονιά που παρθήκαμε με τη γυναίκα μου. Γενάρης είταν σαν τόρα. Ένα φεγγαράκι για κλεψιά που λένε. Καθόμαστε απόξω απ' την καλύβα, την είχαμε πιο απάνω τότες, όσο πάει, βλέπεις, και τα νερά της λίμνης τραβιώνται. Είχαμ' αποφάη και καθόμαστε πλάι, πλάι. Καψονιόπαντροι μαθές.

Τη νύχτα, λέγω, εκείνη Τ' αμέτρητα τ' ασκέρια μας άξαφνα να χουμήσουν Κι' ωςτην αυγή να στήσουμε, πατώντας τον οχτρό μας, 'Σ τους τοίχους του Μεσολλογγιού το μισοφέγγαρό μας. — Ο λόγος δίνεται με μιας 'ς τ' ασκέρια πέρα-πέρα, Και με φωναίς χαρούμεναις γιομίζουν τον αγέρα. Το φεγγαράκι λίγο τι να βασιλέψη θέλει Και ώμορφα χαμογελά και φέγγει 'σάν να στέλλητη γη μας καλονύχτισμα.

Άπλωσε η νύχτα το βαθύ σκοτάδι τηςτη φύσι, Και 'σαν διαμάντια ελάμπανετον ουρανό τ' αστέρια, Το φεγγαράκι χαρωπό φωτάει το 'ρημοκκλήσι, 'Στά κορφοβούνια του Ζυγού από βραδύς βγαλμένο· Φυσάει τ' αγέρι της νυχτιάςτα φύλλα μυρωμένο, Κεκείνα σειούνται, κ' οι ίσκοι τουςτης εκκλησιάς τους τοίχους, Διαβαίνουν 'σάν φαντάσματα· καίν' μέσα τα καντήλια, Κι' ο γέροντας Καλόγηρος με τα χλωμά του χείλια Ψαίλνει για τον Εσπερινό με λυγωμένους ήχους. ............................................. Σταυροκοπιέται· απόψαλε και βγαίνειτην αυλή, Θωράτε τον.

"Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω· Το Θιό μούβαλες εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πας να μου τη φέρης.„ Τανάθεμα τον έβγαλε μέσ' από το κιβούρι, Κάνει το σύννεφο άλογο και τάστρο σαλιβάρι Και το φεγγάρι συντροφιά, και πάει να τηνε φέρη. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του. Βρίσκει την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι.