Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


— 'Σ τα χέρια σου, Θανάση, Αλυσωμένα, θα φανή και θα με μαρτυρήση. — Εδώ... 'ς το στόμα... γρήγορα... φέρε το...πίθωσέ το. Του τώδωκε ο Ομέρπασας. 'Σ τη φλογερή χαρά του Ταρπάζει εκείνος, το φιλεί, δεν το χορταίνει ο Διάκος. Ακόμα τανασπάζεται και κοινωνιά στερνή του Το καταπίνει λαίμαργα, λες κ' ήθελε να σώσητο είδωλό του το γλυκό τα σπλάχνα του κιβούρι. Πλακόνει ωστόσο κι ο Κιοσές.

Και εμπαίνοντας μέσα, και μην ευρίσκοντάς τον Αμπτούλ εις το κιβούρι, ολίγον έλειψε που να τρελλαθή από την θλίψιν του· και ευθύς εγύρισεν εις το παλάτι, και ανήγγειλε του βασιλέως εκείνο που συνέβη· ο οποίος εν τω άμα έπεσε λιπόθυμημένος από τον πόνον του· και αφού εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του, λέγει του βεζύρη τι θέλει γίνει εις ημάς τώρα, που τούτος μας έφυγεν; εμείς είμασθε χαμένοι από τον Καλίφη· εξέταξε λοιπόν μήπως και τον εύρης, επειδή και μακράν από εδώ δεν επήγε.

Οπόταν δε ο βεζύρης τον είδεν εις αυτήν την κατάστασιν, έκαμε και τον εμετάβαλαν εις το κιβούρι, και κλείοντάς τον καλά, εγύρισεν εις το σαράγι του, και το ταχύ επήγεν εις τον βασιλέα του διά να του διηγηθή τα όσα έκαμεν. Ο βασιλεύς που δεν ήτο ολιγώτερον σκληροκάρδιος από τον βεζύρην του, επήνεσε τα όσα έκαμε και ύστερον του λέγει.

Ετούτος ο άνθρωπος όντας μέσα εις το κιβούρι ακούει την ιδίαν νύκτα να ανοίξουν πάλιν την πόρταν, έπειτα να τον βγάλουν από το κιβούρι· αυτός λογιάζοντας πώς ξαναήλθεν ο βεζύρης διά να τον ξανατυραννίση, Α, βάρβαρε και σκληροκάρδιε, άρχισε να λέγη, θανάτωσόν με ανίσως και έχεις επάνω σου ευσπλαγχνίαν, και μη με τυραννής, ότι τα μαρτύρια, που θέλεις μου κάμει, δεν θέλουν δυνηθή να με κάμουν να σου φανερώσω εκείνο που επιθυμείς.

Λείψανα άλλης εποχής και άλλων συμβάντων, αφού επότισαν την δούλην γην μ' αίμα εχθρικόν και εις κάθε ράχην ήγειραν κιβούρι συντρόφου ή καπετάνου εξακουστού, τόρα έτρεχον ανάμικτοι με αδόκιμους επαναστάτας ν' αποδώσουν την ελευθερίαν εις τους δούλους αδελφούς των.

Άλλο όμως λόγο θα σου πω, και κάν' τον, σε ξορκίζω· να μη μου βάλουν χωριστά τα κόκκαλα, Αχιλέα, απ' τα δικά σου, μον καθώς ζήσαμε αντάμα οι διο μας, 84 έτσι ένα και τα κόκκαλα κιβούρι ας μας σκεπάσει91

Λέλα, Λέλα, πού είσαι; Η Λέλα τώρα πού λες να είναι; Λες να είναι στον τάφο της μέσα; Εκεί κάτω στη μάβρη γις; Εκεί κάτω στο κιβούρι; Πού είναι τολόχρυσο, το ηλιόπλαστο το παιδί; Ή μήπως πήγε στον ουρανό πουθενά, κάπου σταστέρια μακριά; Λες να είναι άλλος κόσμος; Δείξε μου πού είναι, γιατί εδώ μέσα τίποτις δε βλέπω.

Την ερχομένην νύκτα ο κακότροπος βεζύρης πέρνει δύο πιστούς σκλάβους, και πηγαίνει εις το κοιμητήριον και ανοίγοντάς το εμπήκε μέσα· και έβγαλε τον Αμπτούλ από το κιβούρι και του έδωσαν ένα πιοτόν, και ευθύς που το έβαλεν εις το στόμα εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Αμπτούλ, και ανοίγοντάς τα μάτια του είδε τον βεζύρην και τον εγνώρισεν.

"Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω· Το Θιό μούβαλες εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πας να μου τη φέρης.„ Τανάθεμα τον έβγαλε μέσ' από το κιβούρι, Κάνει το σύννεφο άλογο και τάστρο σαλιβάρι Και το φεγγάρι συντροφιά, και πάει να τηνε φέρη. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του. Βρίσκει την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι.

Μη φοβάσαι τίποτε, απεκρίθη ένας από εκείνους, που του άνοιξαν το κιβούρι, ότι αντίς να σε τυραννήσωμεν ήλθαμεν μάλιστα να σε συντρέξωμεν.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν