Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Τον αδερφό της, τον πατέρα της Σμαραγδούλας, τον αγαπούσε πολύ, μα δε μπόρεσε να του συχωρέση πως πήρε μια ξένη, μια περίφανη, μια πεισματάρα, που ό,τι έλεγε, έπρεπε να γίνεται. Μα είχε δελεάση τον αδερφό της με την ξεχωριστή ευμορφιά της. Τώρα τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς δεν ζούνε πλιο και η γρηά θεία αφωσιώθηκε στην ανεψιά της: ήταν το καμάρι της, το είδωλό της.

Συγκεντρωμένοι μέσα σε μια καλύβα, καθισμένοι καταγής σταυροπόδι γύρω από μια νταμιτζάνα προς την οποία έστρεφαν σαν σε είδωλο, οι ποιητές αυτοσχεδίαζαν οκτάστιχα υπέρ ή κατά του πολέμου στη Λιβύη. Ήταν αρκετοί και έπαιρναν μέρος με τη σειρά και τριγύρω τους στριμώχνονταν άντρες και παιδιά.

Τούτο απομένει · και ιδού πώς το απομεινάρι θα κρίνετε· μιαν κόρην έχω, — και την έχω όσο 'πού 'ναι δική μου, — αυτή, κατά το χρέος και την υπακοήν της, τούτο μώχει δώση· κυττάξτε τώρα· συμπεράνετε, σκεφθήτε. « Προς την ουρανίαν, προς το είδωλο της ψυχής μου, την ωραιωμένην Οφηλίαν » Ιδού μία φράσις κακή, μία φράσις αχρεία· «ωραιωμένη» είναι μία αχρεία φράσις. Αλλά θ' ακούσετε· ιδού·

Σα να πήγαιναν τάμμα στην εκκλησία : λαμπάδα σε κανέναν Άγιο θαματουργό, κάποιο είδωλο από πολύτιμο κερί ζυμωμένο με μύρα κι αλόη για κάποια θεϊκή λύτρωση-έτσι έδειχνε ο δίσκος, ο στολισμένος με τα πορτοκάλλια και τα γαρούφαλα, με τανθρώπινο το κερί πλαγιασμένο μέσα του. . . Και σταλήθεια το κερί, το βγαλμένο απ’ τα βάθη του είναι τους κι απ’ της ψυχής τους τον πόνο και τον πόθο, το πήγαιναν τώρα ο Νίκος κ' η Λιόλια να ταπιθώσουνε στα πόδια της νεκρής της Βεργινίας, που ο ήσκιος της ζητούσε δικαιοσύνη.

Μα σε τούτη την περίσταση και ύστερα από τόσους κόπους που βασίλευσε και οργίασε, είναι τέλος πάντων καιρός να χαντακωθεί, άλλοιώς θα χαντακωθούμε εμείς που την έχουμε στήσει, κατά διαταγή των γραμματισμένων, σαν είδωλο μες στο μυαλό μας, που κάτω κάτω δε μας φταίει και τίποτε το κακόμοιρο.

Άφησα το κρεββάτι αμέσως κ' έτρεξα να τον ζητήσω, να του γυρέψω συχώρεση για το φόβο μου. Δεν το ήθελα· ήμουν άμαθη στα τέτοια... Α! πώς ήθελα ν' άκουγα πάλε τη φωνή του· τη γλυκειά, την πρόσχαρη, την καλορρίζικη φωνή του. — «Έλα που σε προσμένω. ... Θα ζήσετε πλούσια». Μα δε φάνηκε, δεν ακούστηκε πια! Δε φάνηκε το είδωλο του, δεν ακούστηκε η φωνή του· δεν έλειψε όμως κι από κοντά μας.

Όπως έστεκε στο ψήλωμα το ανάστημα του ιχνογράφονταν στον ασπρογάλανο ουρανό, σα μαύρο είδωλο που τρέχει ο λαός να πετροβολήση. — Το καπέλλο σου! βγήκε άξαφνα φωνή από το πλήθος. — Το καπέλλο σου! δευτέρωσε άλλη φωνή. — Το καπέλλο σου!.. το καπέλλο σου! .. το καπέλλο σου!... Υποψιάστηκαν πως τόκανε για περιφρόνηση και αγανάχτησαν όλοι. Μα περισσότερο απ' όλους ο Αρλετής.

Ποτέ παιδί δεν είχε βαθήτερα μεγάλα μάτια με τόσο πρώιμα ονειρεμένο βλέμμα και ποτέ παιδί δεν είχε εμπιστευτικότερο, τρυφερότερο χέρι, που να χαδευότανε στο χέρι των μεγάλων, σα να ήξερε πως παντού θα εύρισκε άσυλο, γιατί αυτό το ίδιο δε γνώριζε τίποτες κακό. Ο μικρός Σβεν είταν το είδωλο του μεγάλου αδερφού.

Μα η λάμψη του διαμαντιού σκόρπισε όλους τους μαύρους στοχασμούς απ' το μικρό της κεφαλάκι. Σηκώθηκε περήφανη, άναψε τασημένια καντιλλέρια μπροστά στον κρυσταλλένιο καθρέφτη, έβαλε το περήφανο διαμάντι ανάμεσα στα ξανθά της μαλλιά και στάθηκε σα βασίλισσα ανάμεσα στασημένια πολύφωτα. Ώρα πολλή έμεινε σαν άγαλμα, καμαρώνοντας το ασύγκριτο είδωλο μέσα στο αστραφτερό κρύσταλλο.

— 'Σ τα χέρια σου, Θανάση, Αλυσωμένα, θα φανή και θα με μαρτυρήση. — Εδώ... 'ς το στόμα... γρήγορα... φέρε το...πίθωσέ το. Του τώδωκε ο Ομέρπασας. 'Σ τη φλογερή χαρά του Ταρπάζει εκείνος, το φιλεί, δεν το χορταίνει ο Διάκος. Ακόμα τανασπάζεται και κοινωνιά στερνή του Το καταπίνει λαίμαργα, λες κ' ήθελε να σώσητο είδωλό του το γλυκό τα σπλάχνα του κιβούρι. Πλακόνει ωστόσο κι ο Κιοσές.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν