Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Να μην τους περάση!» &Διασκέδασον την βουλήν του Αρχιτόφιλ,& Κύριε ο Θεός μου! Ανοικτά από την Κασσάνδραν εύρε δύο μεγάλα πλοία, βαρυφορτωμένα από αρνία πρώιμα κ' ερίφια. Ηγόρασεν εξ αυτών είκοσι κεφάλια. Όπως ηυχήθη, ούτω σχεδόν έγεινε. Την πρώτην νύκτα έστειλεν ο Θεός ελαφρόν βορράν. Την δευτέραν εσπέραν έπνευσε σφοδρός νότιος.
Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον, της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον.
Μα εκείνο που τούκαμε μεγαλήτερη εντύπωση ήταν το χτήμα του Θεομίσητου. Τ' ήθελες και δεν είχε μέσα! Ήμερα δέντρα για καρπούς· άγρια για ξύλα, για σανίδια, για πατερά. Χώρια τα όψιμα χωράφια· χώρια τα πρώιμα. Και όλα στοχαστικά μοιρασμένα. Άλλα για σιτάρι, άλλα γι' αραποσίτι, άλλα για βρόμη, για σήκαλη, για καπνό.
ΤΑΣΣΟΣ ΦΛΕΡΗΣ — Δικηγόρος, που δεν κάνει το επάγγελμά του και ζη από ένα μικρό εισόδημα. Σαρανταπέντε ετών, δείχνοντας μεγαλύτερος, από μια κουρασμένη ζωή, που τα ίχνη της είναι ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του και στα πρώιμα ασπρισμένα μαλλιά του. Φιλάρεσκος στο ντύσιμο και τους τρόπους. ΔΩΡΑ — Κόρη του ως δεκάξη χρόνων. ΒΕΡΑ ΜΕΡΑΤΗ — Η πρώτη ερωμένη του Φλέρη, ως τριανταπέντε χρόνων.
— Μπράβο του μαστρο-Γιαννιού, την κατάφερε, είπε· κέρασέ τον ένα ρακί! Και έρριψε μίαν πεντάραν εις το τραπέζι. Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει από τα ολίγα κοπάδια της μικράς νήσου, μέσα εις τα χειμάδια των ποιμένων και βοσκών, από το τρομερόν ψύχος, από τα χιόνια τα πρώιμα, όπου εσκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, έως τους βουβώνας, το ύψος.
Κι' αμέσως μια σαΐτα ρήχνει γερή, μα ξέχασε να τάξει και του Φοίβου πως ένα πλήθος πρώιμα αρνιά θα σφάξει στο βωμό του. Έτσι δεν τόβρε το πουλί, τι αφτή τη χαρή ο Φοίβος 865 δεν τούκανε, μόνε χτυπάει σιμά σιμά στο πόδι το σπάγγο οπούταν το πουλί δεμένο οχ το κατάρτι. Κι' αφτή πετάει μεσούρανα, κι' ο σπάγγος κατεβαίνει 868 στη γης. Και χούγιαξε ο στρατός.
Ποτέ παιδί δεν είχε βαθήτερα μεγάλα μάτια με τόσο πρώιμα ονειρεμένο βλέμμα και ποτέ παιδί δεν είχε εμπιστευτικότερο, τρυφερότερο χέρι, που να χαδευότανε στο χέρι των μεγάλων, σα να ήξερε πως παντού θα εύρισκε άσυλο, γιατί αυτό το ίδιο δε γνώριζε τίποτες κακό. Ο μικρός Σβεν είταν το είδωλο του μεγάλου αδερφού.
Ο χειμών πολύ πρώιμα εκραγείς και με ασυνήθη βίαν το έτος εκείνο, είχεν αποκλείσει ολοτελώς την μικράν νήσον με τας συνεχείς θυέλλας του και τας τρικυμίας του, ολίγας ημέρας μετά τον εις την νήσον καταπλούν της σκούνας, ήτις φορτωμένη σίδηρα παλαιά κατέβαινεν από την Πόλιν, κατευθυνομένη εις Μασσαλίαν.
Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου. — Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο. — Καλό στον Κεριάκο! — Καλώς τα κάνετε! — Νάσαι καλά! — Δεν είνε πρώιμα για ζευγάρι, μπάρμπα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν