Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Η ψυχή μου θα βγαίνη κι' ο παπάς θα με δροσίζη με το κουταλάκι... Αυτά είνε που σου λέω, Καπετάν Βαγγέλη. Και να μακούς εμένα και να μαγαπάς. Ήσαν οι δυο γέροι στην ταβέρνα του Σπανού, κάτω στο γιαλό, στο κρυφό τραπεζάκι πίσω απ' το τεζάχι. Την είχε τη θέσι χρονικής ο Μπαρμπα-Δημητρός. Όχι πως ήθελε να κρυφτή απ' τα μάτια του κόσμου. Μια πεντάρα δεν έδινε. Μα τουρχότανε βολικά εκεί σταπόμερο.
Το θυμικόν ετέθη πλησίον της κεφαλής, διά να δύναται να βοηθή τον εν τη κεφαλή λόγον κατά των επιθυμιών και ορέξεων. Η καρδία, ο δεσμός των φλεβών και η πηγή του αίματος, ετέθη πλησίον, διά να μεταφέρη τα διατάγματα του λόγου και τα αισθήματα πανταχού του σώματος· πλησίον δε της καρδίας εφύτευσαν τον πνεύμονα, ίνα δροσίζη και ανακουφίζη αυτήν.
— Καταραμένο το νερό που τωδινες, παιδί μου, Κάθε βραδειά! ... Τα στήθηα του αντί να του δροσίζη, Του τάκαιγε κατόκαρδα, κ' ήταν η φλόγα ... αγάπη! Είνε της μάγισσας παιδί, κ' είν' ακουστός ο Ήλιος, Που τόπον απερπάτητο τη μέρα δεν αφίνει... Όπου αν κρυφτής θε να σε βρη...Θε μου! νεράιδα κάμ' την, Νάχη τη μέρα 'ςτά νερά — κατάβαθα παλάτια. Κι' όταν αυτός θα χάνεται, να βγαίνη αυτή 'ςτήν Πλάση!...
Κι ανάμεσα στις φωνές, που με σπρώχνανε στην εργασία, άκουγα έναν ήχο, που νόμιζα πως τον αναγνώριζα: «Είναι ο πατέρας με το παιδί του!» Ο πατέρας με το παιδί του! Πού το είχα ακούσει; Πότε είχα νοιώσει αυτή τη δαιμονισμένη βία; Είτανε σα να σφυρίζανε καμουτσίκια, σα να πετούσανε σπίθες τα πέταλα σε πέτρινους δρόμους, σα να αιστανόμουνα το νυχτερινό αέρα να δροσίζη το φλογισμένο δέρμα μου.
Είχε την περιέργειαν να υπάγη προς την καλύβην, αλλά δεν ετόλμα να παρακούση την διαταγήν. Επερίμενε λοιπόν, βλέπων την κυανήν θάλασσαν ρυτιδουμένην υπό του ανέμου, όστις εγειρόμενος ήρχιζε να δροσίζη την ατμοσφαίραν.
Πιθανώτατον φαίνεται, ότι αφορμήν έδωκε πρώτην εις το Κ ό φ' το γηραιός τις εφημεριδοπώλης, αγαπών υπερβολικά τα πνευματώδη ποτά, και σταματών συχνά πυκνά προς της θύρας των οινοπωλείον, ίνα δροσίζη τον κουραζόμενον λάρυγγά του δι' αλλεπαλλήλων ρακοποτίων.
Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον, της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν