United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως, ποίος ηξεύρει; ίσως είναι τυχηρόν νόμισμα, θα το τρυπήσω και θα του περάσω έν σχοινάκι, και θα το κρεμάσω εις τον λαιμόν του γειτονοπούλου μου, διά να του φέρη τύχην! Και με ετρύπησε πραγματικώς. Πώς πονεί το τρύπημα! Αλλά όταν είναι διά καλόν σκοπόν, υποφέρει κανείς πολλά πράγματα.

»Τοιαύτη είνε η παντομίμα· καθ' όλον αυτής το διάστημα δεν έπαυσεν η χορεύτρια να παρίσταται ενώπιον ημών ζωηρά, εύχαρις, ευκίνητος και πτερωτή· ουδ' υπάρχει κίνδυνος να ίδωμεν τα ρόδινα χείλη της διαστρεφόμενα προς οχληράν απαγγελίαν φωνηέντων και συμφώνων, ή τον λαιμόν αυτής ογκούμενον προς επίπονον εκφοράν βαρέος ή οξέος ήχου.

Αχ, Γουλιέλμε! προς τι με σπρώχνει συχνά η καρδία μου! — Αφού κάθωμαι πλησίον της δύο τρεις ώρας, και τέρπωμαι εις την μορφήν της, τον τρόπον της, την θαυμασίαν έκφρασιν των λόγων της, ολίγον δε κατ' ολίγον όλαι αι αισθήσεις μου εντείνονται, και σκότος απλώνεται προ των οφθαλμών μου, μόλις ακόμη ακούω και με πιάνει κάτι από τον λαιμόν, σαν ένας δολοφόνος, και η καρδιά μου εις αγρίους παλμούς ζητεί να δώση αέρα εις τις στενοχωρούμενες αισθήσεις μου και αυξάνει μόνον την ταραχήν τωνΓουλιέλμε, τότε πολλάκις δεν ξεύρω αν είμαι εις τον κόσμον!

Η κοντούλα η Ξενιώ, που είχε τόσα χρόνια την κάλτσα κρεμασμένη από τον λαιμόν της, έγεινε πάλιν δύο μηνών νειόνυμφη, όπως ήτανε μια φορά, και εστόλισεν εύμορφα το σπιτάκι της.

Ο Χρήστος ήτο ο υψηλότερος νέος του χωρίου μας, εύρωστος και γενναίος, σωστόν παλληκάρι. Αλλ' ο κίνδυνος κάμνει και τον δειλόν γενναίον. Καταιβάζει διά μιας τον δεξιόν του βραχίονα και σφίγγει κάτω από την μασχάλην τον λαιμόν της λυκαίνης, αρπάζει με την αριστεράν την κεφαλήν της και προσπαθεί να την πνίξη! Τότε ήρχισε πάλη φοβερά.

Τω όντι ο ίππος εφαίνετο ρωμαλέος· είχε τρίχωμα, ελαφρώς ασπρόμαυρον, πόδας ευτόνους, λαιμόν χυτόν, κεφαλήν ωραιοτάτην, επί του μετώπου φέρουσαν λευκόν στίγμα, το οποίον θεωρείται συστατικόν απαραίτητον καλού ίππου. Μόλις όμως εισήλθεν εντός του Στρεμμενού το ορμητικόν ρεύμα τον παρέσυρεν εδώ κ' εκεί και μετά αγώνα μεγάλον κατώρθωσε να φθάση εις την αντίπεραν όχθην.

Είναι καπνός ο Έρωτας, και γίνετ' απ' τα νέφη των στεναγμών αν σηκωθή, εκείνος που λατρεύει βλέπει την λάμψιν της φωτιάς· αν ο καπνός καταίβη, δεν βλέπει παρά πέλαγος, οπού με δάκρυ τρέφει. Τι άλλο είν' ο Έρωτας; — Μια γνωστική μανία, — πόνος που πνίγει τον λαιμόν, και γλύκα ζωογόνος! Εξάδελφε, σε χαιρετώ. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Αγάλια! πού πηγαίνεις; Μαζή σου έρχομαι κ' εγώ. Με αδικείς, αν φύγης.

Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να προτιμάται ο θάνατος. Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής. — Είσαι τόσον καλή, Ακτή! — Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης. Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του Καίσαρος.

Ευθύς παίρνω ένα τσεκούρι και το κόπτω από την ρίζαν, και το ευρίσκω που ήτον γεμάτον από διαμάντια, ρομπίνια, σμαράγδια, και άλλα πολύτιμα πετράδια. Έβγαλα τότε την θηλιάν που είχα εις τον λαιμόν μου, και απέρασα από την απελπισίαν εις μεγαλωτάτην χαροποίησιν. Αντί να ξαναδοθώ εις τες ξεφάντωσες ωσάν και πρώτα, απεφάσισα να πιάσω την τέχνην του πατρός μου.

ΔάμαρΜόνον, μου έδωκες χρυσοκέντητα πέδιλα εις τους πόδας, και αδάμαντα εις την ζώνην, και περιδέραιον εις τον λαιμόν, και τόσα άλλα πράγματα!... Ω! Να έχω χρυσά πέδιλα διά να στενάζη υπό τους πόδας μου η γη, να φορώ πολύθρουν μέταξαν περί τα σφυρά και τα σκέλη, να φέρω σκληρόν αδάμαντα εις την ζώνην την χρυσήν, όφεις εκ μαργαριτών να μου περισφίγγουν τον ζωοποιόν τράχηλον, να φέρω κρίκους περιειλητούς εις τους δακτύλους, άλλους κρίκους κρεμαστούς εις τα ώτα, και να έχω την ευπλόκαμον κόμην γυμνήν!... Έν μικρόν πράγμα μου χρειάζεται, ω &Πόσι&!