Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Τότε η Ξενιώ μόνον τας επισήμους ημέρας επήγαινεν. Ούτε ο γέρων την εκάλει πλέον. Παρήλθεν ήδη οκταετία μετά τον γάμον. Χλωμή λοιπόν, σβυσμένη, σαν λαμπάδα νεκρού θαμβά φέγγουσα, με την κάλτσα της κρεμασμένην από τον λαιμόν, έβγαινε βράδυ-βράδυ από το πίσω μέρος του σπιτιού της, προς το βουνόν. Να μη βλέπη την θάλασσαν, να μη θωρή τα καράβια. Το αφρισμένον πέλαγος την εζάλιζε.
Ο ψυχρός ιδρώς έρρεε ποταμηδόν από του μετώπου μου. Ενθυμούμαι ότι δις εχύθην να σφίγξω τον λαιμόν του, να πνίξω την ομολογίαν εις τον λάρυγγά του. Αλλ' η φρίκη με είχε κατακεραυνώση. Κ' ενώ εσωτερικώς ενόμιζον ότι κινούμαι, εξωτερικώς έμενον αδρανής, ως άνθρωπος αποπεπληγμένος.
Εγώ ευρίσκοντας τον καιρόν ευτυχισμένον ευθύς αφίνω το κορμί της σκύλας, και με ταχύτητα εξαναπήρα το ιδικόν μου, και εις τον ίδιον καιρόν τρέχω με βίαν, και αρπάζω το αηδόνι από το κλουβί και του τραβώ τον λαιμόν, και το εσκότωσα.
Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην του, και επήγε και επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την έφεραν έξω από την χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να την θάψουν έως τον λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από την γην και εκεί την άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το λοιπόν έστεκεν εις εκείνον τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν κατάστασιν.
— Ο γέρων έβαλε πεπνιγμένας κραυγάς, αλλ' ο Σκούντας διά της ισχυράς του λαιμού πιέσεως δεν επέτρεψε νακουσθώσιν αύται. — Τα κλειδιά, έλεγε μόνον. — Ω, διάβ.. . . ολε.. σου τα. .. δίν... ω. . . είπε κεκομμένη τη φωνή ο Φούρβης. Ο Σκούντας άφησε τον λαιμόν του θύματός του, αλλά δεν άφησε και το γένειον αυτού. — Έλα, κάμε γρήγορα, πού είνε;
Και μετ' ολίγον εγνώριζον και ο Φεζινάνδος και ο Νάγκλι τι ήθελεν ο Ρούντυ. — Είσαι ριψοκίνδυνο παλληκάρι, είπον «αυτό δεν γίνεται! Θα σπάσης τον λαιμόν σου!» — Δεν πέφτει κανείς κάτω, αν δεν το φαντασθή ο ίδιος μόνος του, είπεν ο Ρούντυ.
— Εξέτασε χθες τη γυναίκα σου και μ' εβεβαίωσε ότι μετά πέντ' έξ μέρες θα γεννήση! . . . Με παρετήρει, ως να μην εννοούσε . . . Μετά τινα δευτερόλεπτα με λέγει, και η σιαγών του έτρεμε πολύ τώρα. — Πώς δηλαδή; . . . — Μα δεν εννοείς, καϋμένε άνθρωπε; Η γυναίκα σου είνε μόλις έξ μήνες που ήλθε και . . . Απέστρεψα το πρόσωπον, διότι κάτι μου έσφιγγε τον λαιμόν.
Λέγω προς τον Δήμιον: — Άνθρωπε! διατί κρεμάς ούτω τον όμοιόν σου; Έχει και αυτός δύο πόδας, διά να βαστάζωσι του σώματός του το βάρος όπως και συ· και λαιμόν έχει ελεύθερον, διά τον αέρα.
Επάνω εις ένα πολύτιμον εικονοστάσιον, ολόχρυσον, ήτο η Παναγία η Πορταΐτισσα, μαλαματένια, φορτωμένη από διαμαντόπετραις και άλλα χρυσαφικά. Λαμπάδαις άμέτρηταις έκαιαν εμπροστά της κ' εφαίνοντο ως ζωντανά τα ζωγραφισμένα αίματα εις τον Παρθενικόν λαιμόν της, οπού την εμαχαίρωσεν ο άπιστος αγαρηνός μια φορά, την αγίαν εικόνα εις την σιαγόνα.
Τον απέσπασεν αποτόμως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με διπλά υποκάμισα, δύο φανέλλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κ' επανωφόρι, και περιετύλιξε τον λαιμόν του με χνοώδες μάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στέρνον και τα νώτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν