Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Αλλ' ο Καίσαρ έπαιξεν ολίγον με τας ιριδώδεις πέτρας και έπειτα καλέσας πλησίον του τον Βινίκιον τω είπε: — Λάβε αυτό, νεαρέ τριβούνε, είναι το γαμήλιον δώρον μου· με το περιδέραιον αυτό θα περιβάλης τον λαιμόν της μικράς Λιγειανής πριγκηπίσσης, της ομήρου μου, την οποίαν σε διατάσσω να νυμφευθής.

Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λινομέταξος ορφνή εσθής! Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον χρώμα και τα ερυθρά μήλα των παρειών με τον μελίχρυσον λαιμόν καί με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της!

Θα ειπή ότι όποιος την έχει δεν θέλει να την χάση, και από αυτό το σημάδι την γνωρίζει όλος ο κόσμος. Τινάξατε τα πτερά σας. Μη γυρίζετε από μέσα τα δάκτυλά σας. Τα καλοαναθρεμμένα παπιά γυρίζουν έξω τα δάκτυλα, καθώς την μητέρα σας και τον πατέρα σας. Ιδού! Τώρα γυρίσατε τον λαιμόν σας και ειπήτε ραπ! Και έκαμαν όπως έλεγε, και είπαν ραπ.

Ο Ζούμπουρας, παραδώσας αυτήν εις τον ναύκληρον όστις τρυφερώς την ενηγκαλίσθη, καταφιλήσας τον στενόν ως καλαμένιον λαιμόν της, είπεν ότι ο πλοίαρχος έπεσε να κοιμηθή, και ότι αυτοί ας κάμουν ό,τι θέλουν.

Ο Ρούντυ εκάθητο εκεί, όπως κάθεται μυίγα επάνω εις την ασθενή καλάμην αχύρου, που κάποτε πουλί, που έκτιζε την φωλιά του, το έχασε επάνω εις το χείλος υψηλής καπνοδόχου εργοστασίου· αλλά η μυίγα ημπορεί να πετάξη από εκεί, εάν το άχυρον διαλυθή· ο Ρούντυ όμως μόνον τον λαιμόν του ημπορεί να σπάση.

Να είχα το ελάχιστον δέκα ρίζες εληές! έλεγε πολλάκις η γραία. Ο μακαρίτης ο άνδρας της, ο Μπάρμπα Δήμας, κτηματίας φιλόπονος, απέθανε κατάχρεως, πνιγμένος έως εις τον λαιμόν μέσα εις τα χρέη.

Διατί συνεκεντρούτο τόσον εις αυτήν ολόκληρος η ψυχή μου; Διατί μου έπνιγε τον λαιμόν η πλημμύρα της λύπης; Τι κοινόν μεταξύ εκείνης κ' εμού; Διατί τα θολά βλέμματά μου προσηλούντο εις μόνην της ωχράς της μορφής την απούσαν εικόνα; Ω! πώς ηυχόμην να κοπάση η τρικυμία! Ησθανόμην ότι χάριν της θα έδιδα κατ' εκείνην την στιγμήν το παν διά να επέλθη η γαλήνη.

Τον ηύρε καίριον εις τον λαιμόν, και τον αφήκεν εις τον τόπον. Μετά δυο ημέρας οι σκοτωμένοι, πέντε ή έξ τον αριθμόν, εκομίζοντο εις Αθήνας. Εις το πρόσωπον του νέου εκείνου όλοι οι φρικώδεις περίεργοι είδον εντυπωμένον, πιστωμένον τον γέλωτα. Ούτ' επρόφθασεν, ο ευτυχής άνθρωπος, να αισθανθή την πικρίαν του βέλους, αλλ' ο θάνατος του ήλθε μυστηριώδης, γλυκύς, προ της αλγηδόνος.

Εντός ολίγων δευτερολέπτων ο Μανώλης κατεβλήθη, αφωπλίσθη και ησθάνθη επί του στήθους του το γόνυ του Σμυρνιού και την κόψιν του πασαλή του εις τον λαιμόν του. — Να σε μάθω 'γώ εδά πώς σκοτώνουνε; του έλεγεν ασθμαίνων ο Γιαννάκος. — Ό,τι θες κάμε, απήντησεν ο Μανώλης με πλήρη αποκαρτέρησιν.

Εις μίαν στιγμήν έμεινε καθήμενος, με τας χείρας στηριγμένας επί της κιθάρας και με την κεφαλήν σκυμμένην, έπειτα ηγέρθη αποτόμως και είπε: — Εκουράσθην και έχω ανάγκην αέρος. Ας χορδίσουν την κιθάραν. Και ετύλιξε τον λαιμόν του με μεταξωτόν μανδήλιον. — Έλθετε μετ' εμού, είπε στραφείς προς τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, καθημένους εις τινα γωνίαν της αιθούσης.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν