United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή. Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα, λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες. — Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ γιατί ζαλίστηκα.

Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε με ψιλή φωνούλα: — Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδωπέρα. Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του αηδονιού. — Καλό μου πουλί, του είπε.

Θα διαπεράσης θάλασσαις, ψηλά βουνά και κάμπους, Θα διαπεράσης σύγνεφα και θε να πας πουλί μου, 'Στά στοιχειωμένα τα βουνά που πάντα ανοιγοκλειούνε Κι' οπού τ' αθάνατο νερό περνάει ανάμεσά τους. Πέτα γοργό μέσ' 'ςτ' άνοιγμα, πάρε νερό και φεύγα. Πετάει εκείνο και γοργό με το νερό γυρνάνει, Και το σταλάζει ανάλαφρα 'ςτ' αραδιαστά κομμάτια. Κ' εκεί που πέφτει το νερό, κολλούν και ζωντανεύουν.

Εγώ δεν είδα ποτέ παρόμοιον πουλί, το οποίον μου εφαίνετο πολλά ωραίον, αυτό επλησίασεν εις το στόμα μου την μύτην του, και μου το εγέμισεν από ένα δροσερόν και γλυκύτατον ποτόν, έπειτα μου είπε. «Νέε Μουσουλμάνε, μην ολιγοκαρδίζης· διατί εσύ είσαι διαλεγμένος, και εδιωρίσθης να δουλεύσης διά παράδειγμα εις τους ανθρώπους της θρησκείας σου επειδή και μίαν ημέραν θέλουν ακούσει τα συμβάντα σου, και θέλουν ωφεληθή κατά πολλά». Ω ευγενικόν πουλί, εγώ εφώναξα εκστατικός εις τα όσα μου ωμιλούσεν· ειπές μου, διά ποίον θαύμα έχεις εσύ την χάριν να μιλής ως άνθρωπος; Εγώ είμαι απεκρίθη αυτό το πουλί του προφήτου Ισαάκ και έχω το χρέος να αγρυπνώ εις ετούτην την θάλασσαν, διά να βοηθώ τους ταλαιπώρους ανθρώπους, που έρχονται εις ετούτους τους τόπους, και ξεχωριστά τους Μουσουλμάνους· ώστε που αντί να θλίβεσαι, χαίρου και στάσου βέβαιος, ότι είνε ανταμοιβή εις τους καλούς διά τα βάσανα που υποφέρουν εις την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν.

Επειδή δε θα σ' ωφελήσουν καθόλου τα γεράματα για να μη με κυνηγάς ύστερ' από το ένα φιλί. Δε μπορεί να με πιάση εμένα μήτε γεράκι, μήτε αητός, μήτε κάθε άλλο πουλί γληγορότερο απ' αυτά. Δεν είμαι καθόλου παιδί εγώ, κι ας φαίνουμαι παιδί, παρά πιο μεγάλος στα χρόνια κι από τον Κρόνο κι από τον ίδιο το Χρόνο.

Εις τούτο το αναμεταξύ, επλησίασαν εκείνα τα δύο όρνεα Ροκ, με μεγάλην και φοβεράν κραυγήν εις τον αέρα· αλλ' επολλαπλασίασαν τες φωνές, όταν είδαν το μεν αυγόν εις κομμάτια τσακισμένον, το δε πουλί τους χαμένον και σκοτωμένον, και, με σκοπόν διά να εκδικηθώσιν, εγύρισαν όθεν ήρχοντο και εις ολίγην ώραν έγειναν άφαντα εις μερικόν διάστημα καιρού.

Αρχίζει πάλ' ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του, Και μέσ' απώνα σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε Όπου ξεφύτρωνε πουλί πούχε διπλό κεφάλι... Πλατειά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη Βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει Στεφανωμένονε Σταυρό. Ολόγυρά του αχτίδαις Και ξημερώματα γλυκά, και ξαστεριά και λάμψη...

Μα και καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν τον νου στο ξύλο ούτε στον καιρό, παρά στην κουκουβάγια που δεν έπαυε να κλωθογυρίζη πετώντας πάντα ζερβόδεξα. Στην αρχή έβλεπε καθένας παράξενη την επιμονή του καπετάνιου να τα βάλη μ' ένα πουλί. Έξω από τον Μπαρμπατρίμη, που είχε τις παλιές ιδέες, οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα σιγά ένας με τον άλλον, εξεχαστήκαμε ακολουθώντας το πέταγμά του.

Και τ' άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποια γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστή. Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.

Αν πέταξε η ψυχή σου εκεί που ζωντανού δε φτάνει φωνή, ο πόνος αυτός που με δέρνει ας γίνη ψυχή σου, να ζωντανέψης και νακούσης το παρακάλιο της μάννας σου. Έβγα να σου φυσήξω ζωή με τους στεναγμούς μου, να σπαρταρήξ' η νεκρωμένη καρδιά σου, να φρίξη ο νους σου, πουλί να γίνης πετάμενο και να φέρης από τα ξένα την αδερφή σου. Συνέσ.