United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τον ελέγαν Κωσταντή, Σένα δε λεν Χρυσάιδω; — Στην Ξενιτειά δουλεύουνε χιλιάδες Κωσταντήδες, Πε μου κάνα σημάδι του κι' απέ να σε πιστέψω. — Είταν ψηλός, είταν λιγνός, είταν και παλληκάρι, Είχε τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σα γαϊτάνια Είχε φωνή σαν τ' αηδονιού, όταν ετραγουδούσε.. Στο θάνατό του βρέθηκα, κι' εκεί που ξεμαχούσεν Ένα φιλάκι μούδωκε, και μου είπε να στο δώσω. — Ξένε μου σύρε στο καλό μαζύ με το φιλί του... Κάλλια να ιδώ το αίμα μου να τρέχη σαν ποτάμι, Παρά τα μαγουλάκια μου να τα φιλήση ξένος. — Δος μου, Χρυσάιδω, το φιλί, για' είμαι ο Κωσταντής σου.

Ξαφνικά, από τα μισοανοιγμένα τζάμια του παραθύρου όπου έπαιζαν η ακτίνες του φεγγαριού, μπήκε η φωνή ενός αηδονιού. Η Ιζόλδη άκουγε την καθαρή και γλυκειά φωνή που ερχότανε να μαγέψη τη νύχτα, κ' η φωνή ανέβαινε παραπονετικήτόσο γλυκειά που καμμιά σκληρή καρδιά, ούτε φονηά καρδιά δε θα μπορούσε να την ακούση δίχως να συγκινηθή. «Από που νάρχεται αυτή η μελωδία;...» σκέφτηκε η Βασίλισσα.

Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε με ψιλή φωνούλα: — Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδωπέρα. Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του αηδονιού. — Καλό μου πουλί, του είπε.

Μέσατα φύλλα τα πυκνά, Αρχίνησε γλυκά, γλυκά. Κι' αρμονικά να ψάλλη. 'Σ το λάλημα του αηδονιού Ξυπνάει λαχταρισμένη Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά, Κυτάει, και μες απ' την καρδιά Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει. « Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε » Τι όνειρο που είδα!... «'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό » Να πάρω 'λίγο, δροσερό· » Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»

Να πώς τέλειωνε το τραγούδι: «Σαν κατεβαίν' η Πούλια προς το βουνό, ας πετάξη το Ουρί της Αυγούλας ανάμεσα στις Ιτιές, κι ας ράνη με τη δροσιά του τα φτερά του αηδονιού που το λαχταρεί». Ιτιές εκεί άλλες δεν είχε παρά μερικές κοντά στο ποτάμι, λίγα βήματ' από τον πύργο. Στάθηκε μια στιγμή ο Ηλίας σιωπηλός, να δη αν είτανε θάνατος ή ζωή. Είτανε ζωή.

ΔΑΦΝΙΣ Βρυσούλες με τα κρύα νερά και γλυκερά βοτάνια, αν είνε το τραγούδι μου σαν αηδονιού τραγούδι θρέψετε τις γελάδες μου· κι αν έρθη κι ο Μενάλκας μαζί με το κοπάδι του, όλ' άφθονα να τάβρη.

Συ λογιώτατε, εδώ. — Ελάτε, αλεπούδες! ΕΔΓΑΡ. Ιδέ τον, πώς εγούρλωσε τα 'μάτια και κυττάζει. Και συ, κυρία, βλέπε τον. — Ποιος θα γελάση πρώτος; Έλατο ποτάμι, 'μάτια μου, να μ' εύρης. ΓΕΛΩΤ Είναι τρυπημένο το μονόξυλό της και να τον φωνάξη δεν τολμά να σου 'πή τον λόγον που δεν έρχεται. ΕΔΓΑΡ Το βρωμοδαιμόνιον κυνηγά τον κακόμοιρον τον τρελλόν και κάμνει την φωνήν του αηδονιού.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ακόμη δεν 'ξημέρωσε· θα φύγης από τώρα; Ήτον φωνή αηδονιού, κορυδαλός δεν ήτον που σου εφόβισε τ' αυτί με το κελάδημά του·εκείνην πέρα την ρωδιάν τ' ακούω κάθε νύκτα. Ω! πίστευσέ μ', αγάπη μου, ήτον αυτό αηδόνι. ΡΩΜΑΙΟΣ Κορυδαλός ελάλησε και την αυγήν κηρύττει· δεν είν' αηδόνι. Κύτταξε τα φθονερά χαράκια, που εσημάδευσε το φως σταις άκραις των συννέφων.

Ο ντον Πρέντου έτρεξε να φωνάξει την ντόνα Έστερ. Θυμήθηκε τα λόγια της γριάς: «ο Τσουαναντόνι θα έρθει να σας κάνει σερενάτα» και ένα πονεμένο ουρλιαχτό βγήκε από τα χλωμά της χείλη: ήταν φωνές, βογγητά, θρήνος που ανακατεύονταν με τις νότες του ακορντεόν και με το τραγούδι του αγοριού, όπως το αγκομαχητό ενός λαβωμένου στο δάσος ανακατεμένο με τις τρίλιες ενός αηδονιού. Ξαφνικά όμως όλα έπαψαν.