United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χτικιό που του τούδωκα 'γώ, ψιθύρισε με στεναγμό η άρρωστη. Κ' εγώ ζω ακόμη! Εκύταξε πάλι προς το σπίτι μας κείπε: — Ω, ας τόνε θώρουνα! Την άλλη μέρα το απόγεμα ο Δρακογιώργης έσκαβε σένα του λιόφυτο πάνω στην Καβαλαρά. Σε μια διακοπή της δουλειάς του, το βλέμμα του έπεσε χαμηλότερα στου Δερβίση τα Χαράκια, το μεγάλο βράχο, οπού διάβασα στο Βαγγελιό τα γράμματα προ καιρού.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ακόμη δεν 'ξημέρωσε· θα φύγης από τώρα; Ήτον φωνή αηδονιού, κορυδαλός δεν ήτον που σου εφόβισε τ' αυτί με το κελάδημά του·εκείνην πέρα την ρωδιάν τ' ακούω κάθε νύκτα. Ω! πίστευσέ μ', αγάπη μου, ήτον αυτό αηδόνι. ΡΩΜΑΙΟΣ Κορυδαλός ελάλησε και την αυγήν κηρύττει· δεν είν' αηδόνι. Κύτταξε τα φθονερά χαράκια, που εσημάδευσε το φως σταις άκραις των συννέφων.

Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ζόρκα ποδάρια του 'ςτό παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.

Η πλατεία της εκκλησίας ήτον έρημη και το Βαγγελιό στάθηκε και μούπε: — Έλα την τρίτη ταπομεσήμερα στου Ντερβίση τα Χαράκια και βάστα και τα γράμματα. Στην κερατιά να μ' ανημένης. Κευθύς έφυγε κιαπόγυρε στη γωνιά της εκκλησίας. Την τρίτη τ' απόγεμα ήμουν στου Ντερβίση τα Χαράκια, ένα βράχο μεγάλο, σαρκετή απόσταση από το χωριό.

Ας ήμουν η γαλήνη σου, ο ύπνος σου ας ήμουν, τόσον γλυκά ν' αναπαυθώ. — Εις το κελλί πηγαίνω αμέσως, τον πνευματικόν πατέρα μου να εύρω, την ευτυχίαν μου να 'πώ κ' ευχήν να του ζητήσω. Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Με χαμογέλοια η Αυγή τα πλουμιστά της μάτια τα στρέφει προς την σκυθρωπήν την Νύκτα, και χαράζει τα νέφη της Ανατολής με φωτερά χαράκια.

Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα τα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ποδάρια του 'ςτο παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.

Κι αν κάμη σύλληψιν ποτέ, να πλάσης το παιδί της από χολήν, ώστε να ζη διά να καταντήση να είναι τυραννία της και βάσανον! Να σκάψουν χαράκια εξ αιτίας του το νέον μέτωπόν της, τα μάγουλά της ρεύματα δακρύων ν' αυλακώσουν! Κάθε της πόνος μητρικός και μητρική λαχτάρα να στρέψηαναγέλασμα και καταφρόνησίν της!

Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.