Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Προτού σηκωθή ο ήλιος, ο Βασιληάς καλπάζει όξω από την πόλι, στον τόπο οπού συνήθιζε να δικάζη! Διατάζει να σκάψουν λάκκο στο χώμα και να τον γεμίσουν με χοντρές και κοφτερές κληματόβεργες κι' αγκάθια άσπρα και μαύρα, βγαλμένα από την γη μαζύ με της ρίζες τους. Πρωί-πρωί, χτυπάνε τα τύμπανα για να μαζευτούν αμέσως οι άνθρωποι της Κορνουάλλης.
Παραλαβών δε αυτόν και άλλους πολλούς, οι οποίοι ηκολούθουν από περιέργειαν και θαυμασμόν, διέταξα όταν εφθάσαμεν εκεί να σκάψουν εις το μέρος όπου είδα να κρυφθή ο δαίμων• και όταν έσκαψαν ευρήκαν εις βάθος οργυιάς παλαιόν νεκρόν, του οποίου διετηρούντο μόνον τα κόκκαλα. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν αλλού, έκτοτε δε το σπήτι δεν ηνωχλήθη πλέον από φαντάσματα.
Αλλά εκτός αυτού πολύ αξιογέλαστος θα ήτο η ιδική μας συνήθεια να στέλλωμεν έκαστον έτος εις την χώραν τους νέους, είτε διά να σκάψουν, είτε διά να κάμουν τάφρους, είτε διά να εμποδίσουν τους εχθρούς και με κάποια προτειχίσματα, βεβαίως με την πεποίθησιν ότι δεν θα τους επιτρέψουν να πατήσουν εις τα σύνορα της χώρας μας.
Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν διά την ανακομιδήν των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού, μόσχου και ρόδου άμα, ανήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών. Τα κόκκαλά της είχον ευωδιάσει.
Πένα 'στη θανή μου ύμνους να μη γράψη, ούτε δάκρυ θέλω να χυθή κανένα, κι' ούτ' αυτός ακόμη θέλω να με κλάψη, που ελπίζει ψήφο νάχη κι' από 'μένα. Εις το Ουεστμίνστερ θέλω να με θάψουν, αλλ' αφού βεβαίως τούτο δεν θα γίνη, όπου σας αρέσει, τάφο ας μου σκάψουν, κι' όλη μου η δόξα κτήμα σας ας μείνη
Κι αν κάμη σύλληψιν ποτέ, να πλάσης το παιδί της από χολήν, ώστε να ζη διά να καταντήση να είναι τυραννία της και βάσανον! Να σκάψουν χαράκια εξ αιτίας του το νέον μέτωπόν της, τα μάγουλά της ρεύματα δακρύων ν' αυλακώσουν! Κάθε της πόνος μητρικός και μητρική λαχτάρα να στρέψη 'ς αναγέλασμα και καταφρόνησίν της!
Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γη — ξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!
Την ώραν που βγαίνει ο ήλιος, καθώς θα κτυπήση την κορυφήν του σουβλερού βράχου, — τον λέγουν Μύτικα, — εκεί ακριβώς οπού πέφτει ο ίσκιος της κορυφής του Μύτικα, εκεί να σκάψουν — αχ! να μπορούσε ο γέρο-λεβέντης, οπού τάλεγε, να κάμη φτερά, να βρεθή ένα πρωί στο μέρος εκείνο· πλην τα φτερά του ήσαν κομμένα τώρα — και θα εύρουν άλλοι τα γρόσια.
Περί την αυγήν έφθασαν εις την έπαυλιν του Φάονος. Εκεί οι απελεύθεροι δεν τω απέκρυψαν πλέον ότι ήτο καιρός να αποθάνη. Εκείνος παρήγγειλε να σκάψουν τον λάκκον και εξηπλώθη επί της γης διά να δυνηθούν να λάβουν το ακριβές μέτρον του σώματός του. Το φουσκωμένον πρόσωπόν του έγινε πελιδνόν και επί του μετώπου του ανεφάνησαν σταγόνες ιδρώτος όμοιαι προς τας σταγόνας δρόσου. Εβαυκαλίσθη και πάλιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν