United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλά είχε παραλάβη φεύγων ο Χοσρόης, αλλά και πολλά ευρήκαν οι νικηταί άφθονα, ιδίως φυσικά και βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία ήσαν κατά τους χρόνους εκείνους σπάνια και πολύτιμα, προσέτι δε άργυρον, ολοσηρικά ενδύματα, τάπητας και άλλα πολλά, τα οποία μη δυνάμενοι διά το βάρος να μετακομίσουν κατέκαυσαν.

Διότι έως τόρα με ευρήκαν στον δρόμον χιλιάδες ωσάν τον Ηρακλέα και τον Θησέα ανδρειωμένοι εις τους λόγους και με εξεκούφαναν. Εγώ όμως πάλιν δεν παραιτούμαι. Τόσον πολύ με εκυρίευσε κάτι τι ωσάν ανίκητος έρως δι' αυτάς τας ασκήσεις. Δι' αυτό λοιπόν μην αποφεύγης και συ από φθόνον να συγκρουσθής μαζί μου και να ωφελήσης συγχρόνως και τον εαυτόν σου και εμέ. Θεόδωρος.

Ως αρχηγόν δε είχαν τον Τοξότην του Ζωδιακού. Όταν έμαθον ότι οι φίλοι των είχον νικηθή, ειδοποίησαν τον Φαέθοντα να επαναλάβη την επίθεσιν• παραταχθέντες δε και αυτοί προς μάχην επέπεσαν κατά των Σεληνιτών, τους οποίους ευρήκαν εις αταξίαν και σκορπισμένους εις την καταδίωξιν και την λαφυραγωγίαν• και τους έτρεψαν όλους εις φυγήν, αυτόν τον βασιλέα κατεδίωξαν μέχρι της πόλεως και τα περισσότερα όρνεα κατέσφαξαν.

Επειδή δε η μεσότης δεν έχει όνομα, την ευρήκαν έρημον και την διαφιλονικούν αυτά τα δύο άκρα. Εις όσα δε υπάρχει η υπερβολή και η έλλειψις, εις αυτά περιστρέφεται και το μέσον. Γνωρίζομεν δε ότι επιθυμούν την τιμήν άλλοι περισσότερον από ό,τι πρέπει και άλλοι ολιγώτερον. Επομένως υπάρχει και όση πρέπει.

Πού τους ευρήκαν τους μαθητάς, ευλογημένε μου; Διότι από αυτούς ουδέ μαθητής γίνεται ο είς του άλλου, αλλά φυτρώνουν μόνοι των, κυριευόμενοι από ενθουσιασμόν με ό,τι τύχη, και ο είς τον άλλον δεν τον θεωρεί τίποτε. Από αυτούς λοιπόν, καθώς ήθελα να ειπώ, δεν θα λάβης ποτέ λόγον ούτε με το καλό ούτε με την βίαν.

Εκεί ευρήκαν φιλάνθρωπον περίθαλψιν από τον φιλανθρωπότατον πατριάρχην Αλεξανδρείας Ιωάννην τον Ελεήμονα . Ο άγιος ούτος πατήρ της Εκκλησίας, του οποίου εορτάζεται η μνήμη την 12 Νοεμβρίου, καθώς ήτο πάντοτε, ούτως εφάνη και εις την περίστασιν εκείνην ονόματι και πράγματι Ελεήμων . Έδειξε πατρικήν αγάπην και στοργήν προς τους φυγάδας, μεταβαίνων ο ίδιος εις τα ξενοδοχεία και τα νοσοκομεία, όπου τους εφιλοξένει περιποιούμενος τας πληγάς των και διανέμων διά της ιδίας χειρός τροφάς και ενδύματα.

Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαντα ωραία δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν. ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365 έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη, ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη· και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370 άμα τον είδετην μορφήν όμοιον των αθανάτων, και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων 'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύοτην καλύβα, φαγοποτώντας ήσυχα, καιτα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.

Παραλαβών δε αυτόν και άλλους πολλούς, οι οποίοι ηκολούθουν από περιέργειαν και θαυμασμόν, διέταξα όταν εφθάσαμεν εκεί να σκάψουν εις το μέρος όπου είδα να κρυφθή ο δαίμων• και όταν έσκαψαν ευρήκαν εις βάθος οργυιάς παλαιόν νεκρόν, του οποίου διετηρούντο μόνον τα κόκκαλα. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν αλλού, έκτοτε δε το σπήτι δεν ηνωχλήθη πλέον από φαντάσματα.

Είπε, και αυτοίτην προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν·τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση· εκείνος ζητούσ' άρματατο βάθος του θαλάμου, 180 και αυτοίτα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν, και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,— καιτο 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην, οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, 185 ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,— επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον. χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης 190 επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη. και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· «Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος 195 θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες».