Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Είχαν αδειάσει σιγαλά και το δεύτερο ποτήρι, κάποια καλωσύνη πλημμυρούσε τις ψυχές τους και είχαν διάθεσι νανοίξουν τις πόρτες του Παραδείσου και να βάλουν όλο τον κόσμο μέσα. — Ο Θεός είνε μεγάλος, είπαν κ' οι δύο μ' ένα στόμα. — Δεν πίνεις και κανένα κρασάσι, ευλογημένε, ξαναείπε δυνατά ο Παπα-Παρθένης. Στέγνωσε το λαρύγγι μας. Και «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», είπε ο Προφητάναξ.
Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγη ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά. Ένας μήνας είν' αυτός. Ενάμισυ βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ' το χέρι του παπά. — Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να δώση πρώτα ο Θεός να καβατζάρωμε την αρρώστεια. Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο τον.
Και δεν είναι διόλου παράδοξον ο αδελφός να ομοιάζη τον αδελφόν. Αλλά καθώς σου είπα, ευλογημένε, ας αφήσωμεν πλέον τους θεούς. Ερμογένης. Αυτού του είδους τους θεούς μάλιστα, ας τους αφήσωμεν Σωκράτη μου, αφού το θέλεις. Σωκράτης. Πάρα πολλά μου ζητείς, αλλά, εάν αυτό θα σε ευχαριστήση, είμαι πρόθυμος. Ερμογένης. Βέβαια θα με ευχαριστήση. Σωκράτης.
Είναι δύσκολον, ευλογημένε μου, χωρίς να μεταχειρισθώ παράδειγμα να εξηγήσω καθαρά έν ζήτημα κάπως πολύπλοκον. Διότι έκαστος από ημάς σχεδόν είναι ως να τα γνωρίζη όλα εις τον ύπνον, και πάλιν εις τον ξύπνον του να τα αγνοή. Νέος Σωκράτης. Πώς το εννοείς αυτό; Ξένος. Βεβαίως φαίνομαι προς το παρόν ότι πολύ παραλόγως ανεκίνησα το πάθημα της γνώσεως μεταξύ μας. Νέος Σωκράτης. Πώς δηλαδή; Ξένος.
— Τι ωραίον πράγμα κάθεσαι και μου λες, ευλογημένε μου; εγώ σου λέγω πως τίποτε δεν αξίζει· και αν ήσουν μάλιστα τώρα εκεί να ήκουες, θαρρώ πως θα εντρεπόσουν και ο ίδιος δια λογαριασμόν του φίλου σου· δεν έστεκε καθόλου εις την αξιοπρέπειάν του, να τίθεται εις την διάθεσιν ανθρώπων, που δεν τους μέλει να λέγουν ό,τι λάχη, και που πιάνονται από κάθε λέξιν που τους παρουσιάση η τύχη· και αυτοί, όπως σου έλεγα και προηγουμένως, θεωρούνται από τους καλυτέρους σήμερα εις αυτό το είδος· αλλά, να σου πω την αλήθεια.
— Λες λοιπόν, Πάτερ-Παρθένιε, να βρουν έλεος όλοι αυτοί; — Τι να σου πω κ' εγώ, ευλογημένε; Ο Θεός είνε μεγάλος, πολυεύσπλαγχνος. Κυττάζει την καρδιά του ανθρώπου. Δεν το είπε και ο Απόστολος: «Ουκ ένι Έλλην ή Ιουδαίος, ελεύθερος ή δούλος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Ο Κυρ-Θανάσης είχε αρχίσει να πείθεται απ' τη ρητορική και την καλωσύνη του παπά.
Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα ήρπαζεν ιέραξ στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του. — Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει; — Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της. — Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να τρώγη και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε περιαλγώς τον πρόλογον. Ενόμισες!
Ευλογημένε μου, πρόσεχέ με λαμβάνων υπ' όψιν σου αυτό που είπαμεν εις την αρχήν περί των Κρητικών νόμων, ότι δηλαδή εις έν πράγμα αποβλέπουν, και μάλιστα σεις οι ίδιοι ελέγατε ότι αυτά είναι τα πολεμικά πράγματα, εγώ όμως σας αντέκρουσα και είπα ότι εφ' όσον μεν οι τοιούτοι νόμοι αποβλέπουν εις την αρετήν είναι βαλμένοι καλά, το να αποβλέπουν όμως προς έν μέρος σχεδόν της αρετής και όχι προς ολόκληρον δεν το παρεδεχόμην διόλου.
— Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα ένα. — Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνω 'ς τα πενήντα. — Όλο εμπρός μου θα βγαίνης, ευλογημένε; — Δεν είνε δικά μου, να σε χαρώ! — Πάρτε, κύριοι, πάρτε, . . . πριν πάνε 'ς τα διακόσια. — Θα γυρεύετε και δεν θα βρίσκετε! . . . Και αι φωναί εξηκολούθουν, και ο πάταγος ηύξανε, και ο θόρυβος εκορυφούτο.
Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα. — Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα. Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα. — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει... Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν