Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
ΓΟΝΕΡ. Δεν φθάνει μόνον ο τρελλός αυτός σου ο αυθάδης αλλά κ' οι αναιδέστατοι ακόλουθοί σου όλοι μαλλοκοπούν και πιάνονται κάθε στιγμήν και ώραν και είναι ανυπόφορα τα ατακτήματά των! Ενόμιζα πως έφθανε το πράγμα να το μάθης διά να παύση το κακόν. Αλλ' ύστερον απ' όλους τους λόγους και τους τρόπους σου αρχίζω να φοβούμαι ότ' είναι με το θέλημα και με την άδειάν σου.
Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ' εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι, εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να σου!» του ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.
— Τι ωραίον πράγμα κάθεσαι και μου λες, ευλογημένε μου; εγώ σου λέγω πως τίποτε δεν αξίζει· και αν ήσουν μάλιστα τώρα εκεί να ήκουες, θαρρώ πως θα εντρεπόσουν και ο ίδιος δια λογαριασμόν του φίλου σου· δεν έστεκε καθόλου εις την αξιοπρέπειάν του, να τίθεται εις την διάθεσιν ανθρώπων, που δεν τους μέλει να λέγουν ό,τι λάχη, και που πιάνονται από κάθε λέξιν που τους παρουσιάση η τύχη· και αυτοί, όπως σου έλεγα και προηγουμένως, θεωρούνται από τους καλυτέρους σήμερα εις αυτό το είδος· αλλά, να σου πω την αλήθεια.
Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.
Ο Aγιάννης εσήκωσε τα μάτια, εκύταξε καλά τον ναύτη· έπειτα με μιας τα εχαμήλωσε, εγύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίη. — Καλά σ' έχω κ' εσένα· εσκέφθηκε ο δικός μας. Και τραβώντας τον δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον ερεθίζει κ' εκείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι εκέντρισε δόλια πεντέξη αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, πιάνονται στα χέρια.
Αλλ' εις ολίγον έρχεται οπίσω 'ς τον Ρωμαίον, που τον επήρεν ο θυμός κ' εκδίκησιν γυρεύει, και πιάνονται και πολεμούν 'σαν αστραπή κ' οι δύο. Πριν σύρω έξω το σπαθί κ' εγώ να τους χωρίσω, θανατωμένος έπεσε 'ς το χώμα ο Τυβάλτης, κ' εκεί αμέσως στρέφεται και φεύγει ο Ρωμαίος. Εάν σου είπα ψεύματα, να χάνω την ζωήν μου.
Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία. — Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια. τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να εύρουν την αθανασία ηύραν όλοι τον θάνατο εμπρός στην πηγή της. Το ναυτόπουλο καθώς είδεν αυτά πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.
Μόν θέλοντας το ένα, Το άλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνονται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν. Αποσταμένα πέφτουν Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια, Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό.
Μέσ' 'ς το πρώτο σκαλοπάτι φτάνει τ' άλλο παλληκάρι Έτοιμο ν' ανέβη απάνου. Με τ' απίδρομο, με ορμή Θέλει να το προσπεράση. Απλώνει αυτό να τ' αμποδίση. Πιάνονται, έρχονται 'ς τα χέρια, κι' αγριεμένα σαν λιοντάρια Με τα σύνεργα χτυπιούνται, πολεμάν να σκοτωθούν.
Τα γλυκοχαράμματα είχαν σηκωθή, εστολίσθησαν κ' εκίνησαν να πάγουν εις τον Άι-Γεώργην. Αλλ' εις τον μισόν δρόμον εστάθησαν, κ' εγύρισαν πίσω, κ' επαράγγειλαν εις τον παπάν να μη λειτουργήση. Τι ταις είχε συμβή; Αι γειτόνισσαι διηγούντο ότι συνήντησαν καθ' οδόν τον Στέλιον, μετά.......εις σχήμα γνωστού καλογήρου, όστις ταις είπε «να μη κάνουν λειτουργίες, δεν πιάνονται».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν