United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Aγιάννης εσήκωσε τα μάτια, εκύταξε καλά τον ναύτη· έπειτα με μιας τα εχαμήλωσε, εγύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίη. — Καλά σ' έχω κ' εσένα· εσκέφθηκε ο δικός μας. Και τραβώντας τον δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον ερεθίζει κ' εκείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι εκέντρισε δόλια πεντέξη αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, πιάνονται στα χέρια.

Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με ξαναβλέπεις. Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε κατάματα, εκούνησε το κεφάλι. — Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου. Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις.

Ούτε καιρό εκύταξε ούτε τίποτα, μόνον πάρσιμο την άγκυρα κ' εμπρός. Και να ιδής που συνεπήρε και άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήσαν έτοιμα να φύγουν μα έμεναν βλέποντας συλλογισμένον τον καιρό. Τόρα όμως εβγήκαν κ' εκείνα στα πανιά. Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δεν θα παίξη. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήσαν κατάσκουρα· ο ήλιος εβασίλεψε συλλογισμένος.

Χτικιό που του τούδωκα 'γώ, ψιθύρισε με στεναγμό η άρρωστη. Κ' εγώ ζω ακόμη! Εκύταξε πάλι προς το σπίτι μας κείπε: — Ω, ας τόνε θώρουνα! Την άλλη μέρα το απόγεμα ο Δρακογιώργης έσκαβε σένα του λιόφυτο πάνω στην Καβαλαρά. Σε μια διακοπή της δουλειάς του, το βλέμμα του έπεσε χαμηλότερα στου Δερβίση τα Χαράκια, το μεγάλο βράχο, οπού διάβασα στο Βαγγελιό τα γράμματα προ καιρού.

Να χαθής, βλάχο! απάντησεν ο Κώστας θυμωμένος. Κ' ευθύς ετινάχθηκεν ολόρθος, εζύγωσε κοντά με τα χέρια και αυτός στη μέση, τον εκύταξε κατάματα, έσμιξε σχεδόν την κίτρινη μύτη του στη μύτη του αντίπαλου κ' εσφύριξε πάλι: — Να χαθής, παλιόβλαχε! Εχόχλαζε τόρα και στους δυο ο θυμός.

Με επέταξε και δεν έδωκε ψωμί εις την γραίαν· και εγώ εχολόσκανα, διότι εγινόμην αίτια να δυστυχούν άλλοι, ενώ εις την νεότητά μου ήμην τόσον υπερήφανη διά την αξίαν μου. Η γραία με επήρε πάλιν, με εκύταξε με καλωσύνην, και είπε. Όχι, δεν θα γελάσω κανένα εξ' αιτίας σου. θα σε τρυπήσω διά να φαίνεσαι ότι είσαι ψεύτικη.

Η εξαδέλφη πλέον ή άπαξ με εκύταξε σαρκαστικώς, εγώ όμως το αψήφησα όλως διόλου. Η ομιλία εστράφη εις την διασκέδασιν του χορού. — Και αν το πάθος τούτο είναι ελάττωμα, είπεν η Καρολίνα, σας ομολογώ ευχαρίστως ότι δι' εμέ δεν υπάρχει ανώτερον του χορού. Και όταν έχω κάτι που με στενοχωρεί και παίζω διά τον εαυτόν μου εις το ξεκουρδισμένον κλειδοκύμβαλόν μου μια καδρίλια μου περνούν όλα.

Μόλις την είδα, εφρόντισα με χειρονομίες να την προγγίξω. Αλλά χίλια και αν έκανα δεν εξεκολλούσεν ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου μια στιγμή κ' έπειτα εγύριζε αλλού το κεφάλι με αδιαφορία, μ' ένα ήθος περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: Μωρέ άει χάσου!... Τέλος ο καπετάνιος την είδε: Πίσω μου σατανά! είπε κάνοντας τον σταυρό του. Εσήκωσε τα μάτια και την εκύταξε μ' επιμονή κατάματα.

Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!... εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του. Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα. — Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!... Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου! Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος.

Με τούτο όμως δεν θα ειπή πως η γυναίκα εκεί άλλαξεν όλωςδιόλου τη φύσι της· πως από τα στολίδια και τα ρούχα και τα συγύρια του σπιτιού της προτιμά ένα φλουσκί ταμπάκο κ' εκείνο μόνον ζητά για πολυτιμότερο αγαθό να φέρη ο άντρας της από το ταξείδι!... Ο θερμαστής εκύταξε κατάματα τον ναύτη, σαν να ήθελε να φτάση στην ψυχή του, να γνωρίση αν τα είπε με κακό σκοπό τα λόγια του, να τον προσβάλη στ' αληθινά.