United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου έκαμνε μεγάλην εντύπωσιν η ενεργητικότης του· ήτο αιωνίως εις κίνησιν, άπαξ μόνον της ημέρας εκάθητο ν' ανασάνη, εις το κατώφλιον της εξώθυρας, έως ένα τέταρτον της ώρας.

Άπαξ όμως είχεν οργισθή πολύ, και απεφάσισεν αντί πάσης θυσίας να τον φθάση. Έρριψε ρόπαλόν τι κατόπιν του, αλλ' ο Χόμο υπερεπήδησε τον ρύακα και έφυγεν. Ο Τρέκλας έτρεχε κατόπιν του, και προσεποιείτο ότι έχει να τω δώση έν κόκκαλον. Αλλ' ο Χόμο δεν ηπατάτο ευκόλως. Ενόει καλώς ότι ο σκοπός του Τρέκλα ήτο εχθρικός.

Αρκεί άπαξ να τα αισθανθή, ίνα δύνηται να τα παριστάνη εν τη απουσία των. Μη έχοντα διαστάσεις ίσας προς τας της πραγματικότητος.

Μα όλους τούς θεούς! Αρκεί, κλεινέ σοφέ . . . Ηξεύρομεν τώρα τι είσαι . . . Και αυτός ο Βινίκιος ήτο ευχαριστημένος, διότι έλεγε καθ' εαυτόν, ότι είς τοιούτος άνθρωπος, ως κύων κυνηγετικός, όταν άπαξ ετίθετο επί τα ίχνη, δεν θα εσταμάτα πριν ή εύρη το κρησφύγετον. — Καλά, είπεν έχεις ανάγκην οδηγιών; — Έχω ανάγκην όπλων. — Ποίων όπλων; ηρώτησεν ο Βινίκιος έκπληκτος.

Υπάρχει ζυγός επαχθής, δουλεία μυσαρά, αλλά και ζυγός γλυκύς, δουλεία επιθυμητή, καθώς δα είνε γνωστότατον. Διά να πιστωθή έτι άπαξ ότι δεν υπάρχει κανών χωρίς εξαίρεσιν. Μήπως δεν αγαπούν όλοι το φως; Είνε ο γενικός κανών. Κατ' εξαίρεσιν όμως υπάρχουν και οι αρεσκόμενοι εις το σκότος, τοιούτοι δε είνε οι απόλυτοι δεσπόται, τα νυκτερόβια πτηνά, και όλοι οι κλέπται των καρδιών και των βαλαντίων.

Περιέρχεται ακόμη άπαξ την νησίδα. Ίσταται εις έκαστον σκόπελον, εις εκάστην πτυχήν βράχου ερευνών, ως εάν η λέμβος, ήτο αόρατόν τι σημείον. Αφηρημένος, επί τινάς στιγμάς, θεωρεί μίαν ύφαλον, μη ήτο η λέμβος του. Κατωτέρω, ασυνειδήτως, ίσταται και παρατηρεί ασκαρδαμυκτί καρκίνον, παίζοντα υπό τον αφρόν του κύματος. Ολισθαίνει παρακάτω, κινδυνεύων να πέση εις τον βαθύν πόντον.

Και επειδή εγνώριζον την φύσιν της δυστυχούς μητρός μου, ούτε εγώ την διέκοψα, ούτε τον αδελφόν μου αφήκα. Η θλίψις υπερεπλημμύρει την φιλόστοργον αυτής καρδίαν, και αν δεν την άφηνεν να εκχειλίση άπαξ και δις και τρις της ημέρας, δεν ηδύνατο να εύρη ανακούφισιν. Το φοβερόν τραύμα είχε πλήξει τον πολυπαθή μας οίκον προ τριών και επέκεινα ετών.

Αλλ' ο μπάρμπα-Μοναχάκης αυστηρώς της έδωκε να εννοήση ότι δεν ήρμοζεν, αφού άπαξ ήλθε, να του φύγη τόσον γρήγορα.

Άπαξ του μηνός κατέπλεεν εις την χθαμαλήν ευλίμενον νήσον του, διά να φέρη εξοικονόμησιν εις την γρηά και εις τας δύο κόρας του. Αλλά ο γέρο-Σαλαμάστρας δεν ήτο ευχαριστημένος από το μερδικό, εγόγγυζεν απαύστως και μίαν πρωίαν του έφυγε και τον άφησε «μες τη μέση». Ύστερον, «από φεγγάρι σε φεγγάρι», είχεν ενίοτε τον μπάρμπα-Γιάννην τον Λαλούμενον.

Άλλοι κολακεύονται υπό της ιδέας ότι ο αλήτης τους υβρίζει, ως σημαντικά υποκείμενα. Διά τους περισσοτέρους ο Σακκουλές είνε ο είλως της Σπάρτης, ο οποίος άπαξ του έτους είχε την ελευθερίαν να μεθύσκεται και να λαλή προς τους κυρίους του με γλώσσαν αχαλίνωτον.