United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η λύπη του, η απογοήτευσις, η απελπισία, δεν προέρχονται εις αυτόν από φίλαυτον αίσθημα· κανένα αυτός δεν προφέρει παράπονον διά την ιδιαιτέραν θέσιν του της ορφάνιας και της ανάγκης να ήναι υπήκοος βδελυρού βασιλέως· κινούμενος από υψηλήν φιλανθρωπίαν θρηνεί μόνον διά την ελεεινήν πραγματικότητα, εις την οποίαν δεν βλέπει άλλο παρά ορμήν αχαλίνωτον προς το κακόν.

Και διά να δίδεται μάλλον ελευθέρως εις την αχαλίνωτον απόλαυσιν των τρυφηλών οργίων του, έκτισεν ανάκτορον εις έν εκ των ωραιοτέρων μερών της επιφανείας της γης, υπό την σκιάν του κοιμωμένου ηφαιστείου, εις μίαν μαγευτικήν νήσον, υπό το γλυκύτερον κλίμα του κόσμου.

Αι άλλαι γυναίκες εξηκολούθουν ν' άποθαυμάζουν τον πολιτισμόν της Ζερβουδοπούλας· η δε χήρα μεθύουσα εκ της εντυπώσεως ταύτης ελησμόνησε πού ευρίσκετο και αφήκεν αχαλίνωτον την πολυλογίαν της.

Ούτω απηλλάσσετο και από τας επιπόνους εργασίας εις τας οποίας τον υπέβαλλεν ο πατέρας του και έμενεν ελεύθερος εις τας παρορμήσεις της τρέλλας ήτις εκυκλοφόρει, με το υπέρθερμον αίμα, εις τας φλέβας του. Η χαρά δε την οποίαν ησθάνετο φανταζόμενος τον ελεύθερον εκείνον και αχαλίνωτον βίον εμετρίασε και την πικρίαν την οποίαν αφήκαν εις την ψυχήν του οι απελπιστικοί λόγοι της χήρας.

Υπήρχε γενική προσδοκία «της μελλούσης εκείνης οργής», ήτις έμελλε να είναι η ωδίς του τοκετού της ερχομένης βασιλείας, το σκότος το βαθύτατον το προ της αυγής. Ο κόσμος είχε γηράσει, και η ειδωλολατρεία εξώκειλεν εις μυσαράς καταχρήσεις. Η αθεΐα είχεν ως συνέπειαν την ηθικήν κατάπτωσιν, όπως συμβαίνει πάντοτε μεταξύ των εθνών. Η αδικία εφαίνετο ότι είχε πάρει ένα δρόμον αχαλίνωτον πλέον.

Όπως όταν απρόοπτός τις τρόμος σταματά την αχαλίνωτον πτήσιν του αετού, και τον ρίπτει με ένα πεπνιγμένον κρωγμόν και με μαζωμένα τα πτερά εις το έδαφος, ούτω και προ εκείνης της αγνότητος του αναμαρτήτου βίου, και προ της υπεροχής της εσωτερικής ευδαιμονίας, ο άγριος προφήτης της ερήμου μεταβάλλεται εις ευπειθές και συνεσταλμένον παιδίον.

Ο στρατιώτης εξαγριούται και αποπειράται να ξιφουλκήση, αλλά το ξίφος είνε κολλημένον γερά εις την θήκην του. Και, μετά ματαίας αποπείρας, παρακαλεί τον αντίπαλον να τον βοηθήση. — Τι θέλεις τώρα; του λέγει ο υποδεκανεύς, αφού τον συνέδραμε να ξιφουλκήση. Να σε γεμίσω γιακάδες; Αλλά ο Πασχαλάκης, πριν ή αφήση αχαλίνωτον την οργήν του, θέλει να βεβαιωθή περί της απιστίας.

Άλλοι κολακεύονται υπό της ιδέας ότι ο αλήτης τους υβρίζει, ως σημαντικά υποκείμενα. Διά τους περισσοτέρους ο Σακκουλές είνε ο είλως της Σπάρτης, ο οποίος άπαξ του έτους είχε την ελευθερίαν να μεθύσκεται και να λαλή προς τους κυρίους του με γλώσσαν αχαλίνωτον.

Και λοιπόν προς τι ελέχθησαν μεταξύ μας και αυτά όλα; Μου φαίνεται ότι πρέπει τον λόγον να τον σύρωμεν εις τα οπίσω καθώς τον ίππον, και όχι να έχη αχαλίνωτον στόμα, το οποίον παρασύρεται διά της βίας από τον λόγον, και να πέσωμεν, καθώς λέγει η παροιμία, από τον όνον, αλλά να εξαναρωτούμεν διά το προ ολίγου λεχθέν, διά ποίον λόγον άραγε ελέχθη. Πολύ ορθά. Λοιπόν αυτά ελέχθησαν χάριν εκείνων.

Αλλά μη επρόκειτο να εύρωμεν τας οικίας μας όπως τας αφήσαμεν ; Μετά την εισβολήν των Σαμίων και των υπό τον Μπουρνιάν χωρικών, μετά τους σφοδρούς εκ του φρουρίου και εκ του στόλου κανονοβολισμούς, μετά την αχαλίνωτον προ πάντων των Τούρκων λεηλασίαν, ολίγας περί τούτου ελπίδας ηδυνάμεθα να τρέφωμεν. Αλλ' όμως εκυρίευε πάντας ημάς εκεί, εις Μεστά, της επανόδου ο πόθος.