United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να σας πω εν παρόδω ότι το διήγημα ήταν μεταφρασμένο από το έργο ενός Ρώσσου συγγραφέως, που δεν είχε πάρει βέβαια τον τύπο του από τη φίλη μου. Λοιπόν για να πούμε σύντομα περί τίνος πρόκειται λίγους μήνες αργότερα ήμουν στη Βενετία και βρίσκοντας το περιοδικό στο αναγνωστήριο του ξενοδοχείου το πήρα να ιδώ τι απόγινε η ηρωίδα.

Κι' οι σκλάβες, πούχαν πάρει οι διο αντάμα πολεμώντας, ξεφώνισαν απ' τον καημό των σπλάχνων τους, κι' όξω όλες τρέξανε αμέσως γύρω του χτυπώντας με τα χέρια 30 τ' αφράτα στήθια, κι' έπεφταν λιγόθυμες μια μια τους. Θρήναε και του Νεστόρου ο γιος δακρολογώντας δίπλα, κι' ενώ εκεινού η αντρόπλαστη βόγκαε καρδιά, τα χέρια τού βάσταε, μπας και το λαιμό θερίσει με το λάζο.

Λάμπουν τα χρυσά κουμπιά, τα ασημένια σιρίτια από τις στολές, τα τάστα του ακορντεόν. Όλα τα άλλα χάνονται μέσα στο μαργαριταρένιο μισοσκόταδο της φεγγαρόφωτης νύχτας. Η Νοέμι δεν θυμόταν να είχε πάρει ποτέ ενεργό μέρος στο πανηγύρι, ενώ οι μεγαλύτερες αδελφές της γελούσαν και διασκέδαζαν.

Ήτανε καιρός τώρα που τα πουλιά είχανε πάρει για το βασιλόπουλο ανθρωπινή λαλίτσα και του μιλούσανε λόγια γλυκά και μπιστεμένα. Καθώς περνούσε ο κυνηγός μέσα στα σύθαμπα του λόγγου, γυρεύονταςκάτι γυρεύοντας με τα μάτια ολόγυρα — , ένας πετροκότσυφας, πούχε χωθή μέσα στα κλαριά, φεύγοντας την άψη του ήλιου, του σφύριξε στ' αυτίΠάρε την πλαγιά του βουνού και κατέβα στη ρεματιά.

Να που έχουν πάρει τα μυαλά σου αέρα!» «Γιατί μιλάτε έτσι, ντον Πρέντουείπε ο Έφις με αξιοπρέπεια. «Το παλικάρι είναι ντόμπρο και καλό: δεν έχει ελαττώματα, δεν καπνίζει, δεν πίνει, δεν αγαπά τις γυναίκες. Θα κάνει περιουσία. Εάν το θελήσει μπορεί να βρει αμέσως δουλειά στο Νούορο.

Ήρθε με τα μάτια που δεν ανοίγανε στο φως, με τη μύτη πρισμένη, με το στόμα ένα γύρο κατακκόκκινο απ' τα κλάμματα, τριαντάφυλλο βυσσινύ ξεφυλλισμένο, με τα μαλλιά της μέσα στα μούτρα, απ' όπως ήτον πεσμένη με το κεφάλι στη γωνιά κάποιου τραπεζιού- Μάσ’ τα λουλούδια απ’ το κρεββάτι ! της είπε σε λιγάκι ο Νίκος . . . Τα μάζεψε η Λιόλια, αμίλητη, τα όμορφα λουλούδια της που τάχε κόψει με τόση χαρά και που τώρα κοίτοναν ξέψυχα κι αυτά σαν απάνω σ’ ένα νεκροκρέββατο . . . Μα κ' η Βεργινία δεν είπε λέξη κι ούτ' άνοιξε τα μάτια Πέτα τα όξω στην αυλή !-ξαναείπε ο Νίκος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αυτήν τη νύχτα κοιμόταν η Βεργινία βαθιά-γιατ’ είχε πάρει υπνωτικό αποβραδύς για πρώτη φορά.

Τι τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη για τη Λενιό θα χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια, κι' ο νικητής λεν τη Λενιό κι' ας πάρει και το πράμα, 255 κι' όρκους εμείς ας κάνουμε αγάπης και φιλίας· έτσι την Τρια εμείς θάχουμε, κι' εκείνοι θα γυρίσουν στ' Άργος που θρέφει ομορφονιές και ζηλεφτά πουλάρια

Η φωνή του είχε στεγνώσει στο λαιμό και τα χείλια του μόνο αναδέβανε αλαφρά με το ανάδεμα των χειλιών της κοιμισμένης. Λες πως τον είχε πάρει κι' αυτόν ένας γλυκός ύπνος και πως βλέπανε κ' οι δυο το ίδιο τόνειρο. Ο γεροπλάτανος ο ζηλιάρης έρριξ' ένα φύλλο ξερό απάνω στο κούτελο της κοιμισμένης και την ξύπνησε.

Ποιος ξένος μπήκε στη βραγιά και πώς απέρασε τους φράχτες; Το χωριό κοιμάται δίχως ονείρατα. Ο νέος όμως, που είδε στο χορό, την κυριακή τ' απόγεμα, στ' αλώνια, ο νέος που είδε την όμορφη την κόρη τη στολισμένη, προτού αποκοιμηθεί το βράδι, ονειρεύεται. Ίσως και κείνη να τον ξεδιάλεξε· τα μάτια τους σα ν' αντικρύστηκαν μια στιγμή, την κυριακή τ' απόγεμα στο χορό, στ' αλώνια. Και θα την πάρει.

Και το Βαγγελιό: — Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου! Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε: — Όλο και μεγαλόνει. Έπειτα ευθύς μούπε: — Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου...γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής.