Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Πότε πότε κάποιος έσκυβε για να πάρει από το έδαφος ένα ποτήρι κρασί. «Πιες, διάολε!» «Γεια μας!» «Να ζήσουμε εκατό χρόνια και να’ μαστε καλά για να το θυμόμαστε αυτό το πανηγύρι.» «Πιες, που να σε πάρει ο διάολος!» Ο ποιητής Σεραφίνο Μασάλα από το Μπουλτέι, με ελληνικό προφίλ και ντυμένος σαν ομηρικός ήρωας, τραγουδούσε: Ο Τούρκος δε θέλει να παραδοθεί Για πόλεμο η καρδιά του φτερουγίζει.
Και του χαμογελούσε όπως του χαμογελούσαν οι γυναίκες. Να, η φιγούρα του «παλικαριού» είχε ήδη πάρει μέσα στη ζωή του την καλύτερη θέση, όπως στον κύκλο του χορού. Και με τη σκέψη ξαναγύριζε στη στιγμή που έτρεξε στο σπίτι των αφεντικών του για να δει το γιο της Λία: τι στιγμή! Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που δεν θυμόταν τι είχε πει, τι είχε κάνει.
Τρία και δύο πέντε, και πέντε, δέκα, και δέκα είκοσι. Εξήντα τρία φράγκα, τέσσερα σόλδια και έξη δηνάρια. Ώστε λοιπόν αυτόν τον μήνα επήρα ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξη, επτά, οκτώ γιατρικά, και ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε έξη, επτά, οκτώ, εννέα, δέκα, ένδεκα, δώδεκα κλύσματα· και τον περασμένο μήνα είχα πάρει δώδεκα γιατρικά και είκοσι κλύσματα.
Δεν θα το ήθελα, αλλά εσείς με το πείσμα σας με αναγκάζετε. Ο ντον Πρέντου το έχει πάρει τόσο στα σοβαρά που εάν εσείς δεν τον θελήσετε θα πεθάνει. Ναι, σαν να του έχουν κάνει μάγια, δεν κοιμάται πια. Εσείς δεν ξέρετε τι είναι αγάπη, ντόνα Νοέμι∙ σκοτώνει. Πρέπει να έχει κανείς λειψή συνείδηση για να αφήνει να πεθαίνει ένας άνθρωπος….»
Απερνώντας δε πολύν καιρόν με ειρήνην, βλέπει μίαν ημέραν να έλθουν αποστολάτορες από τον Αμούρ Βασιλέα της Κασμυρίας διά να ζητήσουν του πατρός του το δόσιμον, που παλαιόθεν του έδιδε, με το να ήταν μερικοί χρόνοι που του αρνήθη και δεν του εδιδεν· ειδεμή και ήθελε αρνηθή, θέλει έλθει εναντίον του, και θέλει του πάρει όλους του τους τόπους.
Ο Τζατσίντο δεν είχε πάρει ακόμη καμία απόφαση για την περίσταση, φαινόταν όμως ήρεμος, δούλευε, γύριζε στο σπίτι μόνο όταν ήταν η ώρα για φαγητό και αστειευόταν με το σπιτονοικοκύρη του ζητώντας του συμβολές πώς να υποδεχτεί το κορίτσι. «Δεν θέλω βέβαια να την χάσω, την καημένη την ορφανή! Εάν την παντρευόμασταν μαζί; Μια γυναίκα στο σπίτι χρειάζεται.»
Δεν ξαναφάνηκε για πολλές μέρες και ο Έφις άρχισε ν’ ανησυχεί και για τον λόγο ότι τα λαχανικά και τα φρούτα στοιβάζονταν στη σκιά της καλύβας και δεν ερχόταν κανείς να τα πάρει.
Ο Μιχαληός ο Μακαράς κούνησε το κεφάλι του. — Τρομάρα να τούρθη! Είνε και κουνιάδος μου. Δεν τον έπαιρνε καλύτερα ο Θεός να ησυχάση! είπε σιγαλά μέσα στα δόντια του. Κάτω στο μώλο, μέσα στο σούρουπο — είχε πάρει πια να βραδυάση — φάνηκε ο Αγγελής, με το μακρύ του καπότο, τον κούκο κατεβασμένον ως τα μάτια, δρασκελίζοντας παράξενα το ίσωμα, σαν να πηδούσε λιθάρια.
Ο μπάρμπα-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χατονομίσματα, και δεν είξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον κ' εφώναξε τον Αντώνην τον Βλάχον· — Πάτερ Αβραάμ! . . . ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!
Δύσκολα βρίσκεται κ' ένας τίτλος της Άνω Βουλής, εκτός βέβαια από τους δίχως κανένα ενδιαφέρον τίτλους που έχουν πάρει οι νομικοί, που να μην αναφέρεται στα έργα του Σαίξπηρ με πολλές λεπτομέρειες γενεαλογικές, αξιόπιστες και μη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν