United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε έκλινε με υπομονήν εις το ριζικόν του· επήκουσε την προσταγήν την βασιλικήν, και συντροφιαζόμενος με ένα κερβάνι που επήγαινεν εις την Ταρταρίαν, επήγε με αυτό εις την Σαμαρκάντα, και έμεινε με μεγαλοψυχίαν αφιερωμένος εις εκείνο που ο ουρανός του είχε αποφασισμένον και μην στοχαζόμενος πλέον την περασμένην του ευτυχίαν, ωσάν που τα πράγματα του κόσμου δεν έχουν ποτέ μίαν στάσιν, ευρίσκονταν εις τελείαν ησυχίαν, ευφραινόμενος έως που είχε δηνάρια, και τελειώνοντάς τα επήγε και εστάθη εις την πόρταν ενός μετζιτίου διά να ζητά ελεημοσύνην.

Φθάνοντας δε εις την Δαμασκόν η Δειλνοβάτζη ευθύς έβαλεν εις έργον το δακτυλίδι της, το οποίον της έδωκε την μορφήν των πλέον ωραιοτάτων κυράδων της χώρας, έπειτα επαρουσιάζετο εις τους αγαπητικούς της, και ελάμβανε μεγάλα χαρίσματα από αυτούς, και δηνάρια όσα και αν ήθελεν· εγώ από το μέρος μου διά περιδιάβασίν μου, και καμμίαν φοράν διά να κλέψω, έτρεχα εις το δακτυλίδι μου, και ελάμβανα τώρα την μορφήν ενός πραγματευτού· τώρα άρχοντος, και τώρα οποίου και αν ήθελα, κι' ήμουν νοικοκύρης εις τα υπάρχοντά του.

Εγώ μην έχοντας κανένα δηνάριον, έτσι και δεν ημπορούσα να του δώσω. Αυτός ελογίασε να μη γροικώ την Περσικήν γλώσσαν. Όθεν άρχισε να τραγουδή Αραβικά, μα καταλαμβάνοντας ότι εγώ δεν είχα τίποτα να του δώσω, μου είπεν· Αδελφέ, δεν ημπορώ να καταλάβω, εσύ να είσαι χωρίς δηνάρια; Βέβαια έτσι είνε του απεκρίθηκα· εγώ δεν έχω επάνω μου ούτε άσπρον, και δεν ηξεύρω πού να κτυπήσω το κεφάλι μου.

Τρία και δύο πέντε, και πέντε, δέκα, και δέκα είκοσι. Εξήντα τρία φράγκα, τέσσερα σόλδια και έξη δηνάρια. Ώστε λοιπόν αυτόν τον μήνα επήρα ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξη, επτά, οκτώ γιατρικά, και ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε έξη, επτά, οκτώ, εννέα, δέκα, ένδεκα, δώδεκα κλύσματα· και τον περασμένο μήνα είχα πάρει δώδεκα γιατρικά και είκοσι κλύσματα.

ότε πρωίαν τινά, ενώ ο μοναχός απετίνασσεν εκ των βλεφάρων τον ύπνον και εκ της μαύρης γενειάδος ξανθάς τινας τρίχας της γυναικός του, δύο Αγγλοσάξονες τοξόται, γυμνοί τας κνήμας και τους πόδας, μικράς φέροντες ασπίδας και βελοπληθείς επί των ώμων φαρέτρας, ενεφανίσθησαν προ της εισόδου της καλύβης, προσκαλούντες τον οικοδεσπότην εν ονόματι του Ε π τ ά ρ χ ο υ Εκβέρτου ν' ακολουθήσουν αυτούς, λαμβάνων τα προς μακράν πορείαν αναγκαία εφόδια. Έντρομος ο καλόγηρος, αναρτήσας το δισάκκιον εις τους ώμους, λαβών την γυναίκα διά της δεξιάς, την βακτηρίαν διά της αριστεράς και το ευχολόγιον υπό μάλης, ηκολούθησε τους σκυθρωπούς οδηγούς. Τρεις ημέρας και δύο νύκτας οδοιπορήσαντες διά φαλακρών ορέων και ερυκοφύτων κοιλάδων και πολλούς συναντήσαντες καθ’ οδόν ιερωμένους υπό την επιτήρησιν τοξοτών έφθασαν την τετάρτην εις την παραθαλάσσιον πολίχνην Γαριάνορον . Μέγα πλήθος λαού ήτο επί της προκυμαίας συνηθροισμένον, επί θρόνω χλοερού ίστατο ο επίσκοπος Εβοράκου Βόλσιος ευλογών τους πιστούς και ογκώδες σαξωνικόν πλοιάριον εσάλευεν εν τω λιμένι ανυπόμονον ν' αναπετάση το τετράγωνον ιστίον εις την απόγοιον αύραν. Ότε επλησίασαν οι πανταχόθεν της Αγγλίας στρατολογηθέντες μοναχοί, εξήκοντα τον αριθμόν, ο ευσεβής Βόλσιος εναγκαλισθείς αυτούς ανά ένα και εγχειρίσας εκάστω δύο δηνάρια , «

Η μέθη ήτο τότε η ευθυνοτέρα των απολαύσεων· επτά μόλις δηνάρια ετιμάτο το μέτρον του οίνου, όστις ου μόνον εις τα καπηλεία αλλά και εις τας εκκλησίας και τας οδούς και εις αυτούς τους γυναικώνας έρρεε ποταμηδόν, ουδόλως αναχαιτιζόμενος υπό των διαταγμάτων των Παπών και των Συνόδων, άτινα συμπαρέσυρεν εις τον ορμητικόν αυτού ρουν, ως οι χείμαρροι τα δένδρα.

Ανήγγειλε την απολύτρωσιν, την δόξαν του ουρανού, τον Νεογέννητον με τον ένα βραχίονα εις το σπήλαιον του δράκοντος, χρυσόν αντί αργίλου και την έρημον ανθούσαν ως ρόδον. — «Ό,τι σήμερον αξίζει εξήντα δηνάρια δεν θα αξίζει ούτε οβολόν. Πηγαί γάλακτος θ' αναβλύζουν από τους βράχους. Οι άνθρωποι θ' αποκοιμηθούν παρά τα πιεστήρια των σταφυλών με πλήρη την γαστέρα.

Εκατέβηκα εις τον λόγγον, εκεί άφησα την κασσέλαν μου, και επήγα εις την χώραν, εις την οποίαν αγόρασα ζωοτροφίαν διά οκτώ ημέρες και πλούσια φορέματα· ομοίως και ένα φακιόλι από πανί της Ινδίας και με λουλούδια χρυσά, και ένα χρυσόν ζωνάρι· και περιπλέον αγόρασα ακόμη διάφορα μυρωδικά αρώματα και καλεμίσκια και όλα τα δηνάρια που μου ευρίσκονταν τα εξώδευσα εις τέτοια πράγματα χωρίς να στοχασθώ το ερχόμενον, και μου εφαίνονταν πως τίποτε δεν έπρεπε να μου λείψη ύστερον από ένα τέτοιον νόστιμον συμβεβηκός.

Αι δύο λοιπόν προσκυνήτριαι μη δυνάμεναι να μαντεύσωσι, τι υπό το ράσον της Ιωάννας υπεκρύπτεπτο, επλησίασαν απαιτούσαι ολίγα δηνάρια, αντί των οποίων υπέσχοντο ν’ ανοίξωσιν εις τους δύο νεανίσκους τας πύλας του ουρανού εις τον μέλλοντα και τας αγκάλας των εις τον παρόντα βίον.

Μα, είπεν ο Αναΐππης, πρώτον πρέπει να μου τάξης ότι θα την χωρισθής αύριον, και δεύτερον ευθύς να μισεύσης από τούτην την χώραν, με τα δηνάρια που θέλουν σου δοθή· επειδή η οικογένεια του Μουζαφέρ δεν ήθελεν υποφέρη να σταματήσης πλέον εδώ, ύστερον από ένα τέτοιον πράγμα. Εγώ ευθύς σου τάσσω, απεκρίθη ο Κουλούφ, να την χωρίσω και να φύγω, και αν δεν με πιστεύης, σου κάνω όρκον εις τον Προφήτην.