United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς μετά πόνου μεγάλου την επήκουσε, και της έταξε διά να κάμη καθώς παρήγγειλε. Και τελειώνοντας αυτά τα λόγια η Τζελίκα έχασε τες αίσθησές της, και ο πατέρας της νομίζοντάς την αποθαμμένην, ετραβήχθη από εκεί γεμάτος κλάματα και οδυρμούς διά τον θάνατόν της· έπειτα έδωσε θέλημα και την έφεραν εις τον τάφον με πολλήν τιμήν καθώς το είδες με τα μάτια σου.

Εγώ δεν θέλω λείψει, βασιλέα μου, να παρακαλέσω τον Καισάγιαν να δώση την υγείαν του υιού σου· απόψε θέλω υπάγει εις τον ναόν του, και αύριον θέλω δώσει την απόκρισιν εις το ζήτημά σου. Την ακόλουθον ημέραν ο μέγας Δερβύσης επήγε και αντάμωσε τον βασιλέα και του είπεν· Ο Καισάγιας επήκουσε την προσευχήν μου, και ο υιός σου θέλει ιατρευθή.

Ευθύς που ο βεζύρης του τον είδεν έλαβε πολλήν χαράν, και επρόσπεσεν εις τους πόδας του και του είπεν· Ω Αυθέντη, ο ουρανός το λοιπόν επήκουσε τες παρακάλεσές μου, και σε έφερε εις τον λαόν σου, διά να τον χαροποιήσης. Τότε ο βασιλεύς αγκαλιάζοντας τον βεζύρην, του εδιηγήθη τα όσα του εσυνέβηκαν και ο βεζύρης έμεινεν εκστατικός από τον θαυμασμόν του.

Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν· εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του θαυμασμού εφώναξα.

Ω μητέρα μου, της απεκρίθη η Ρεσπίνα, εγώ είμαι μία ξένη, έφθασα ετούτην την στιγμήν εις ετούτην την χώραν· δεν γνωρίζω κανέναν, σε εξορκίζω να κάμης έλεος να με δεχθής εις το σπήτι σου. Η γερόντισσα την επήκουσε, και της έδωκεν ένα μικρόν τόπον διά να κατοικήση.

Τότε έκλινε με υπομονήν εις το ριζικόν του· επήκουσε την προσταγήν την βασιλικήν, και συντροφιαζόμενος με ένα κερβάνι που επήγαινεν εις την Ταρταρίαν, επήγε με αυτό εις την Σαμαρκάντα, και έμεινε με μεγαλοψυχίαν αφιερωμένος εις εκείνο που ο ουρανός του είχε αποφασισμένον και μην στοχαζόμενος πλέον την περασμένην του ευτυχίαν, ωσάν που τα πράγματα του κόσμου δεν έχουν ποτέ μίαν στάσιν, ευρίσκονταν εις τελείαν ησυχίαν, ευφραινόμενος έως που είχε δηνάρια, και τελειώνοντάς τα επήγε και εστάθη εις την πόρταν ενός μετζιτίου διά να ζητά ελεημοσύνην.

Ο Αμπουλβάρης έδιδε πολλήν ηδονήν του βασιλέως Βεδρεδίν με τες διήγησές του. Μα ο Βεδρεδίν έχοντας επιθυμίαν διά να μάθη τελείως από την αρχήν την ιστορίαν του, τον επερικάλεσε με μεγάλον πόνον διά να τους την διηγηθή. Και αυτός πολλά ογλήγορα τους επήκουσε.