United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το είπαν και τόκαμαν; Η μάννα του έφυγε· ο αδερφός του το ίδιο. Και πού πήγαν; ποιος ξέρει. Το βέβαιο είνε πως έφυγαν, τον παράτησαν, δε θέλουν να ζουν μαζί του· δε θέλουν να τον ξέρουν ούτε να τον ακούν! Μα γιατί· γιατί αυτή η συφορά; Τι κακό έκαμε; σε τι τους έβλαψε; Καλά ο αδερφός του· τέτοιος που ήταν, καλά έκαμε κ' έφυγε. Αν έμενε, εμπόδιο θα του έφερνε και τίποτ' άλλο. Ώρα του καλή!

Επί τοιούτου εδάφους ο Κύρος, όταν είδε τους Λυδούς παρατεταγμένους εις μάχην, εφοβήθη το ιππικόν των, και κατά συμβουλήν του Μήδου Αρπάγου, έκαμε τα εξής· απεφόρτωσε τας καμήλους όσαι μετεκόμιζον διά τον στρατόν τρόφιμα και σκεύη, τας συνήθροισε και ανεβίβασεν επ' αυτών άνδρας ωπλισμένους ως ιππείς.

Οσάν να εβρυκολάκιασε! — Σιωπή, επανέλαβεν ο γέρων, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι. Ο Νίκος ανωρθώθη. Ήτο κατακόκκινος. — Την ήκουσας, είπε. Μ' επήρε διά βρυκόλακα! Και απεπειράθη να γελάση. Ήτο άγριος ο βεβιασμένος εκείνος γέλως του. — Ησύχασε, αδελφέ, δεν είπε τούτο. Αλλά, επρόσθεσα, και αν το είπε, καλά έκαμε, διά να μάθης άλλην φοράν να γίνεσαι ωτακουστής!

Αφού και εκάμαμεν αυτό το πλούσιον κυνήγι εκάμαμεν πανιά διά να υπάμεν εις την Σερενδίβ, διά να πουλήση κάποια πανιά που είχεν ο καραβοκύρης και διά να αγοράση κανέλλαν. Επλεύσαμεν το λοιπόν με μεγάλην χαράν, οπόταν αιφνιδίως εσηκώθη μία φοβερά φουρτούνα, που μας έβγαλεν από την στράταν μας, και μας έκαμε να πλεύσωμεν χωρίς να ηξεύρωμεν που πηγαίνομεν εις διάστημα έξ ημερών.

Εφάνηκε να τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε. Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος, σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος. — Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο. — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ.

Διά ταύτα ανεκάλεσε τα Ελληνικά στρατεύματα από την καταδίωξιν και τα διέταξε να πιάσωσι τας οποίας είχον εξ αρχής θέσεις. Ο Φαβιέρος ελυπήθη κ' εδυσαρεστήθη καθ' υπερβολήν, διότι δεν εισηκούσθη το πρόβλημά του, και την δυσαρέσκειάν του την έκαμε γνωστήν εις τον Καραϊσκάκην.

Τα πράμματα τα μισά του είχαν ψοφήσει· ολίγαι μόνον γαλάραις του έμειναν· όλο και στέρφαις. Δεν έκαμε ο Θεός καλόν καιρό να βγάλη η γη χορταράκι, να βοσκήσουν τα πράμματα. Τι σε κάμουν τα καϋμένα τα πράμματα! Είτα ο πτωχός Τσόμπανος ήρχισε να σοβή το αιπόλιον, εξάγων τα ζώα προς νομήν είς την παρακειμένην κοιλάδα. — Τσου! τσου! στέρφα! ε! ψαρρή! όι! όι!

Όσον δι' εμέ, θα μοι χρησιμεύση αύτη ως καλόν συστατικόν πλησίον του Χάρωνος του πορθμέως». Ταύτα ειπών, έκαμε νεύμα εις τον ιατρόν και τω έτεινε τον βραχίονα. Εν ριπή οφθαλμού, ο επιδέξιος Έλλην ιατρός περιέβαλε διά χρυσού σύρματος και ήνοιξε την αρτηρίαν παρά τον καρπόν. Το αίμα ανέβλυσεν επί του προσκεφαλαίου και κατεπλημμύρησε την Ευνίκην, ήτις υπεβάσταζε την κεφαλήν του Πετρωνίου.

Έπειτα μία ατελείωτος σειρά των Πουμ και των Πςς . . . ς, σαμπάνιας δηλαδή που ανοίγεται, με έκαμε ν' αντιληφθώ ότι ωφείλοντο εις τον κύριον, ο οποίος κατά την διάρκειαν του γεύματος έπαιξε ρόλον σαμπάνιας με τόσην λεπτότητα. Κατά το διάστημα τούτο ο άνθρωπος-βάτραχος εκόαζεν ως από τας νότας αυτάς να εξήρτα και την σωτηρίαν της ψυχής του.

Και τότε το κορίτσι θα φωτισθή και θα τ' αρωτήσης, τι βλέπε; Κ' εκείνο θα σου πη βλέπω το και το, ή βουλιαμμένο είνε το καράβι, ή αβούλιαχτο. — Δέσε τη γλώσσα σ', είπεν η Αρχόντω. — Ναι· ο λόγος το λέει. Έτσι της είπε η Γκότσαινα, κ' έτσι έκαμε η Ραχιώταινα.