Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Τοιαύται εικόνες και τοιαύται σκέψεις απησχόλουν την διάνοιάν μου, ότε κρότος βημάτων εν τη εισόδω του περιπτέρου μ' έκαμε να τιναχθώ αίφνης εκ της θέσεώς μου. Εισερχόμενος είχον ιδεί εκεί χαμαί στρώματά τινα. Προφανώς ο δι' ον ήσαν προοορισμένα ήρχετο να κοιμηθή. Ίσως είναι ο αδελφός μου, είπον και ήνοιξα την θύραν.

Δεν θα ημπορούσα να είπω πώς κατά πρώτον η ιδέα εισεχώρησεν εις τον εγκέφαλόν μου· αλλ' αφ' ότου την συνέλαβα, με συνεκλόνισεν ημέρα και νύκτα. Αιτία δεν υπήρχε. Το πάθος δεν συνέβαλεν εις τίποτε. Αγαπούσα αυτόν τον γέροντα. Ποτέ δεν μου έκαμε κακόν. Ποτέ δεν με προσέβαλε. Το χρυσάφι του; Ποτέ μου δεν το εφθόνησα. Νομίζω, ότι επρόκειτο διά το μάτι του! Μάλιστα δι' αυτό!

Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν εφόνευσε το βρέφος.

Γυρίζω τρομαγμένος· ωχ, αλλοίμονο! Ο άθεος Κεφαλλωνίτης έκαμε τον λόγο του. Καθώς εκοιμόταν στο ηλιοπύρι ο Ανέστης, μια του έδωσε με τον μπαλντά κ' εχώρισε το κεφάλι από το κορμί. Τόσο πάθος έδωκε στο φοβερό σύνεργο που έμεινε καρφωμένο πιθαμή στη σανίδα.

Αφ' ού συνωμίλησε μετ' αυτής και έκαμε τας παρατηρήσεις του, επαίνεσε μεγάλως τους πολιορκουμένους διά την γενναιότητα και καρτερίαν των προς τον κίνδυνον, ωνείδισεν όμως την επικρατούσαν εις τας τροφάς κατάχρησιν και εξήλθεν αμέσως εις Δραγαμέστον, όπου απεφάσισε να στήση το γενικόν του στρατόπεδον.

Αλλ' η φαντασία η αυστηρά και μελαγχολική του ποιητού Δάντου τον παρακολουθεί, κ' ευρίσκει εκεί, εις τον άλλον κόσμον, μεταξύ άλλων ψυχών μαραμμένων και πλανωμένων ως φύλλα φθινοπωρινά, την σκιάν εκείνου «όστις εξ ανανδρίας έκαμε την μεγάλην άρνησιν». Δυνάμεθα να ελπίσωμεν και να πιστεύσωμεν κρείττονα τελευτήν εις άνθρωπον προς τον οποίον ο Ιησούς, ως προσέβλεψεν, ησθάνθη συμπάθειαν.

Και λέγουσα έρριπτε βλέμματα πλήρη απληστίας υπό το προσκέφαλον, ως να ήθελε να ίδη μέσω του λινομετάξου περιβλήματος, και κάτωθεν του πατημένου μαλλίνου όγκου, τι εκρύπτετο υποκάτω. Έκαμε δε κίνημα ως διά να χώση την χείρα της κάτωθεν του προσκεφαλαίου.

ΘΥΡΩΡΟΣ Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που έκραξεν ο πετεινός. ΜΑΚΔΩΦ Κοιμάται ο αυθέντης σου; Ιδού, — ο θόρυβός μας τον έκαμε κ' εξύπνησε. ΛΕΝΩΞ Καλή ημέρα, Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο. ΜΑΚΔΩΦ Καλέ μου Θάνη, ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς; ΜΑΚΒΕΘ Ακόμη. ΜΑΚΔΩΦ Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι μην ήργησα. ΜΑΚΒΕΘ Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,

Αυτή διά να ευχαριστήση εμένα, τον εδέχθη με πολλήν ευγένειαν, υστερότερα δε εκαθήσαμεν εις την τράπεζαν και οι τρεις. Ο σύντροφός μου ήτον έως τριάντα χρόνων άνθρωπος και είχε πολύ πνεύμα, και έκαμε πολλά ογλήγορα να γνωρισθή προς την κυράν ότι ήτον ένας, που δεν εμισούσε τες ηδονές, και πως έκανεν ολίγην τιμήν του φορέματός του.

Εκεί είταν ένα μικρό βάλτο και στις ιτιές όξω στο βάλτο λαμποκοπούσαν κρεμασμένα χνουδωτά ανθουλάκια. Δεν μπορούσε να τα φτάση, γιατί θα βούλιαζε στο νερό και θα μούσκευε τα πόδια. Μπορούσε όμως να ρίξη μερικά πετραδάκια στο βάλτο και νακούση πώς βροντούσαν και να δη τους μεγάλους πλατιούς κύκλους που κάνανε στο νερό. Το έκαμε και τα μάγουλά του κοκκινίσαν και τα μάτια του λάμψανε από χαρά.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν