United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ήμουν στη Βενετία, μ' έπιασε μια λαχτάρα τρομερή ναν την έβλεπα να βούλιαζε, μαζί με τα παλάτια της και μ' όλες τις θύμησες, και μ' όλη την ιστορία της, και μου ήρθε έπειτα ένας πόθος, κάτι να γεννήσω καινούριο κι όμορφο, όσο άσκοπο κι αν φαίνονταν. Κ' είναι, βέβαια, όλα άσκοπα στη ζωή αυτή, αλλά η δημιουργική δύναμη δεν της μέλει, και όλο γκρεμίζει και ξαναφτειάνει τα ίδια και τα ίδια.

Είπε και βάρβαρη δουλιά τού μπήκε ναν του κάνει. 395 Τα νέβρα πίσω των ποδιών τρυπώντας του απ' τη φτέρνα ως τον αστράγαλο, περνάει λουριά βοϊδοκομένα, και δένοντάς τον στο κουτί αφίνει το κεφάλι χάμου να σέρνεται· έπειτα σηκώνει και στ' αμάξι βάζει την πλούμια αρματωσά, κι' εφτύς σα μπήκε ο ίδιος χτυπάει να τρέξουν, κι' έφεβγαν με προθυμιά τα ζώα. 400 Κι' ανέβαινεενώ σέρνουνταν — ο κουρνιαχτός, μαδούσε η μάβρη κόμη, βούλιαζε στα βούρκα το κεφάλι, κεφάλι πριν τόσο όμορφο, μα τόθελε έτσι ο Δίας ναν το ρημάξουν τότε οχτροί στην ίδια του πατρίδα.

Άμα τον αντίκρυσα, στάθηκε· φώτιζε χαϊδευτικά τα νερά που κουνούσαν, και τα περνούσε με στενώτατα φύλλα χάλκινα, και αγάλι βούλιαζε από το πολύ βάρος. Μια μέρα ύστερα είμαι στην Ιωνία, κ' επειδή ήταν άλλοτε λεπτός και πλούσιος ο πολιτισμός της, το όνομά της έχει μάγια. Εκείνη την ημέρα μόνο η Ιωνία υπάρχει στον κόσμο, τα νησιά της, τα βουνά της, και η θάλασσά της.

Εκεί είταν ένα μικρό βάλτο και στις ιτιές όξω στο βάλτο λαμποκοπούσαν κρεμασμένα χνουδωτά ανθουλάκια. Δεν μπορούσε να τα φτάση, γιατί θα βούλιαζε στο νερό και θα μούσκευε τα πόδια. Μπορούσε όμως να ρίξη μερικά πετραδάκια στο βάλτο και νακούση πώς βροντούσαν και να δη τους μεγάλους πλατιούς κύκλους που κάνανε στο νερό. Το έκαμε και τα μάγουλά του κοκκινίσαν και τα μάτια του λάμψανε από χαρά.

Οι καιροί εκείνοι της γενικής ανησυχίας και της ακαταστασίας μας παρουσιάζουν εικόνα λυπητερή, και μα την αλήθεια τρομαχτικιά. Λες άλλο ένα πάθημα, άλλη μια συφορά, και βούλιαζε μες στη βαρβαρωσύνη μια για πάντα ο κόσμος.

Δεν ήθελα να με ιδούν, καϋμένε· το ξέρω πως δεν είνε κακοί· μα τους φοβούμαι. Πού μπορώ, η φτωχή, να ζήσω κάτω από τα ματογυάλια τους!.. Δεν πρόφτασε να τελειώση τη φράση της κ' έβγαλε ένα «α!» τρομασμένο. Σύνωρα βούλιαζε πίσω από τη μάντρα το κεφαλάκι μ' ένα γέλοιο σκαστό και συγκρατητό, σαν φτεροκόπημα μικρού πουλιού.