United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της Κρήτης ο αφρός, των ανθών της το άνθος, τα πιο λαχταριστά και τα πιο διαλεχτά της κορίτσια, από κάθε μονοπάτι σέρνουνταν εκεί κάτου να φορτωθούν και να πουληθούνε σε Ασία και σ' Αφρική, και μ' άπονη σκουντιά να ριχτούνε στα βάθια του Χαρεμιού, δίχως μήτε θρησκείας παρηγοριά να φυλάξουνε, μήτε όνομα, μήτε άλλο της δόλιας πατρίδας τους φυλαχτάρι.

Ποδάρια γυμνά σέρνουνταν μέσα στο ατέλειωτο αυτό παλιοσαράγι, παπούτσια χωριάτικα έτριζαν σκιές βιαστικές διάβαιναν, φουστάνια με χωριάτικα χρώματα πηγαινοερχώνταν, πλεξίδες μαύρες και ξανθές ανέμιζαν εδώ κι εκεί, μαύρες και καφετιές σκέπες, και κίτρινα κλαρωτά μαντήλια σε γεροντικά κεφάλια, σα κοριτσιάτικα κεφαλάκια, κουνούνταν πέρα δώθε, κι ένα πέλαγος από χωριάτικο θηλυκόκοσμο με ψιθυρίσματα και λόγια, που μόλις έφταναν στ' αυτιά μου, αντηχούσε τόση ώρα τόρα.

Είπε και βάρβαρη δουλιά τού μπήκε ναν του κάνει. 395 Τα νέβρα πίσω των ποδιών τρυπώντας του απ' τη φτέρνα ως τον αστράγαλο, περνάει λουριά βοϊδοκομένα, και δένοντάς τον στο κουτί αφίνει το κεφάλι χάμου να σέρνεται· έπειτα σηκώνει και στ' αμάξι βάζει την πλούμια αρματωσά, κι' εφτύς σα μπήκε ο ίδιος χτυπάει να τρέξουν, κι' έφεβγαν με προθυμιά τα ζώα. 400 Κι' ανέβαινεενώ σέρνουνταν — ο κουρνιαχτός, μαδούσε η μάβρη κόμη, βούλιαζε στα βούρκα το κεφάλι, κεφάλι πριν τόσο όμορφο, μα τόθελε έτσι ο Δίας ναν το ρημάξουν τότε οχτροί στην ίδια του πατρίδα.

Έτσ' είπε· και ο Αχιλλεύς μάνισε, κ' η καρδιά του Στα στήθη του τα μαλλιαρά φαντάσθηκε δυω γνώμαις. Ή το σπαθί το κοφτερό απ' το μηρί να σύρη, Και να σκορπίση τους λοιπούς, να σφάξη τον Ατρείδη. Ή να κρατήση τον θυμόν, να παύση την ορμήν του. Ως που αυτά στοχάζουνταντον νουν, καιτην ψυχήν του Κι' απ' το θηκάρι σέρνουνταν το μέγα το σπαθί του, Η Αθηνά 'π' τον ουρανόν επρόφθασε, και ήρθε.

Ως την ακρογιαλιά κατέβαιναν οι φωνές όταν οι γέροι σφάζουνταν, οι γυναίκες κοπαδιαστά κουβαλιούντανε σκλάβες, οι άντρες αλυσόδετοι σέρνουνταν κατά τη Σπιναλόγκα, και μερικοί παπάδες, που μένανε μαζί τους για θάρρος και για παρηγοριά, δεματιασμένοι σα ξύλα ριχτότανε στη φωτιά!