United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχισε λοιπόν να επαινή το ύφασμα, το οποίον δεν έβλεπε, και να θαυμάζη τα λαμπρά χρώματα και το ωραίον του σχέδιον. — Είναι περίφημον πράγμα! είπεν εις τον βασιλέα. Όλοι οι πολίται ήκουσαν και ωμιλούσαν διά το μεγαλοπρεπέστατον ύφασμα. Και ο βασιλεύς ηθέλησε να το ιδή, ενώ ακόμη το ύφαιναν.

Ήταν ένα πολύ ωραίο παλληκάρι, με γεμάτο πρόσωπο, πολύ λευκό, πλούσιο σε χρώματα, με τα φρύδια καμαρωτά, το μάτι ζωηρό, το αυτί ρόδινο, τα χείλη κόκκινα, το ύφος περήφανο, αλλά μια περηφάνεια ούτε ισπανική ούτε ιησουιτική. Ξαναδώσανε τα όπλα στον Αγαθούλη και στον Κακαμπό πού τους τάχανε πάρει, καθώς και τα δυό ανδαλούσια άλογα.

Τα δύο ταύτα χρώματα είναι σύστοιχα του φωτός και του σκότους. Αλλ' ούτω πως δύναται να εξηγηθή το ερυθρόν και το κυανούν; Του λευκού και του μέλανος. Η υπερβολή και η έλλειψις μόνην προς αλλήλας αναφοράν έχουσι την αναφοράν ποσού μείζονος και ελάσσονος χωρίς να ορίζεται εις το ποσόν τούτο κανονική διάστασις.

Ο περιορισμένος τόπος του καραβιού, ο τόσο στενόχωρος και μαζεμένος, διαρκώς μεγάλωνεν, ενώ οι λεπτομέρειες του φθάνανε στο άπειρο., Και όμως τίποτα δεν τον χωρούσε το Ρένα. Μέσα στο καράβι, στον εαυτό του, στη γύρω ακόμη φύση όλα είχανε αλλάξει. Γύρευε πέννα με χρώματα, χρωστήρα με μελάνι, χαρτί από μουσαμά ζωγραφικής.

Όπως εις το ποίημα του Δάντε, αντηχούσι κ' εκεί όλαι αι γλώσσαι και λάμπουσιν υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου όλα τα χρώματα, όχι μόνον του ενδύματος, αλλά και του δέρματος πάσης καυκασίας, κιτρίνης ή αιθιοπικής φυλής. Το ροδόλευκον της Αγγλίδος δεσποίνης παρά την ώχραν του ινδού αυτής υπηρέτου, το χαλκόχρουν του Πέρσου και ο έβενος της Αραπίνας.

Πήγα στο Κεχριέ τζαμί, άλλοτε εκκλησία, που στον πρόναο έχουν αφήσει οι Τούρκοι τα μωσαϊκά. Έχουν ανοιχτά χρώματα, πολλή ζωή και όχι πολύ σωστήν ανατομία. Τα άλλα ψηφιδωτά της εκκλησίας τα χάλασαν οι Τούρκοι, αλλά ο χότζας λέγει πως τα χάλασε η πυρκαϊά.

Κι όλο αυτό το δροσερό πανόραμα της εξοχής, άλλαζε κ' έπαιρνε στα μάτια μου όλα τα μεθυστικά χρώματα της χινοπωριάτικης βραδιάς. Το χωριό με τη μικρή πλατεία του, τριγυρισμένη από φουντωτές σκαμνιές, με τους χωριανούς, πόπιναν το τσίπουρό τους απόξω στα μαγαζάκια τους, με τ' αρχοντικά σπίτια του και τις φτωχικές καλύβες του, απλόνουνταν κάτω απ' το παράθυρο σ' απαλή γαλήνη.

Διά δε το θυμίαμα και όσα άλλα είναι αποικιακά αρωματικά και την πορφύραν και όλα τα χρώματα διά την βαφήν όσα δεν παράγει ο τόπος, ή διά καμμίαν άλλην τέχνην, η οποία έχει ανάγκην εισαγωγής πραγμάτων του εξωτερικού, χωρίς καμμίαν επείγουσαν ανάγκην ούτε να εισάγη κανείς ούτε καλόν να εξάγη τίποτε από όσα είναι ανάγκη να μείνουν εντός του τόπου.

Κι έτσι θάστε μια ζωγραφιά αγαπημένη και τι όμορφη μέσα στη σκιά και τα χρώματα του δάσους.

Τα χρώματα αυτά προσέλαβον αίφνης και εξηκολούθουν να λαμβάνουν επί μάλλον και μάλλον μίαν λάμψιν ισχυράς εντάσεως, η οποία έδιδεν εις τα τερατουργήματα αυτά όψεις και μορφάς, ικανάς να φρίξουν νεύρα ισχυρότερα των ιδικών μου.