United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα λέγει αυτά ο λαός ο καημένος, όχι φυσικά με το στόμα του ή με την πέννα, που αν μπορούσε έτσι να τα φωνάξη θα τον άκουγαν κ' οι δάσκαλοι· μα τα λέει με την αδιαφορία του προς τα δασκαλήσια, με την ακαμωσιά του, με την αμάθειά του, με την αφιλοκαλία του, με χίλιους τρόπους που μιλούνε στο νου του καθενός παρατηρητή που τον αγαπάει, τον πονεί, τονε νοιώθει.

Αηδής φλυαρία είναι ό,τι και αν ειπώ δι' αυτήν, οικτραί αφηρημέναι έννοιαι, που κανένα χαρακτηριστικόν του εγώ της εκφράζουν. Άλλοτεόχι, όχι άλλοτε, τώρα αμέσως θα σου το διηγηθώ. Αν δεν το κάμω τώρα, τότε ουδέποτε θα γείνη. Διότι, σου το εμπιστεύομαι, αφ' ότου ήρχισα να γράφω, τρεις φορές ήδη εσκέφθην να βάλω κάτω την πέννα, να διατάξω την επίσαξιν του ίππου μου και να υπάγω εκεί έξω.

Διά τούτο ο δημογραμματεύς με την πέννα πάντοτε εις χείρας μαθών ότι οι συγγενείς της γραίας Αχτίτσας εις μάτην τον ανεζήτουν έχοντες έτοιμον τον ιερέα να τον στεφανώσωσι μίαν νύκτα, ανέκραξε: — Λάδι πάλιν ο κυρ-Δημάκης!

Όσο δεν προσπαθείς, σαν πιάνεις την πέννα στο χέρι, να συλλογέσαι ρωμαίικα, γιατί αφτός είναι ο κόμπος, κι όχι να τα γράφης μονάχα, όσο δεν πασκίζεις να τα πης ρωμαίικα, φυσικά κι ο νους σου θα ξενίζη κ' η ψυχή σου, ώςπου να ξενίσης ή να ξυνίσης κι ο ίδιος. — «Αι! καλά! Τι με κόφτει; Ο κόσμος είναι μεγάλος.

Κάλλια, αντίς να της βρης όνομα, να της έβρισκες γιατρικό. Τόμους αλάκαιρους μας κατεβάζεις κι άμα είναι να γράψης γράμμα, η πέννα σου ξερή και το καλαμάρι σου γεμάτο άμμο. Έννοια σου, καλέ μου.

Τα δάχτυλά του έφευγαν γοργά, σαν αστραπή, απάνω στα τέλια, στο κοντάρι, πατούσαν πότε βιαστικά, και πότε σιγαλά, πήγαιναν έρχουνταν σταματούσαν απάνω στους μπερντέδες κ' η πέννα του γρατσούνιζε γρήγορα κάτω τα τέλια με το δεξί χέρι του. Τόνα τραγούδι τελείονε, τ' άλλο άρχιζε, από τα κλέφτικα ως τους αμανέδες.

Ήλθεν εις της Καρολίνας μία φίλη της, και εγώ μπήκα εις το παρακείμενον δωμάτιον, διά να λάβω ένα βιβλίον· δεν μπορούσα ν' αναγνώσω, και τότε έλαβα μια πέννα για να γράψω.

Τότε όλοι αποβουβάθησαν ντιπ, ησυχία, νέκρα. Η πέννα του άρχισε να παίζη γρήγορη, πεταχτή, με τέχνη, απαλά, απαλά, το μπουζούκι άφινε ένα θόρυβο ανάμιχτο, ένα γκρου, γκρου που μέσα τους ξέβγαινε ο σκοπός ενός τραγουδιού αλέγρου, πεταχτού. Το έπαιξε δυο τρεις φορές και έπαψε.

Μα για την κακή του τη μοίρα το Έθνος, ό,τι έβαλε κάτω το καριοφύλλι, δεν είχε χέρια για πέννα! Και μήτε διάθεση δεν είχε να σπάνη το κεφάλι του με γραψίματα και διαβάσματα· μόνο από τη βιάση του να το ρίξη στην ακαμωσιά και στο γλέντι, αφήκε σε χέρια δασκάλων το ιερώτερο πράμα ύστερ' από τη θρησκεία, — τη φιλολογία του. Ποίημα έβλεπες; Δάσκαλος ή δασκαλοπαίδι το είχε γραμμένο.

Αν τον κοίταζα, έβαζε το δάχτυλο στο στόμα κ' έλεγε «Σστμε μιαν έκφραση στο πρόσωπο, που έδειχνε πως γνώριζε τη δύναμή της και ταυτόχρονα τόσο αθώα, ώστε άφινα την πέννα χωρίς να θέλω. Αν όμως δεν τον κοίταζα, τότε ερχότανε σιγά σιγά στο τραπέζι κ' έστεκε κοντά μου. Μπορούσε να στέκη πολλή ώρα υπομονετικά εκεί· κι όταν είχα τη δύναμη να κάνω πως δεν τον ένοιωσα, έφευγε πάλι τόσο σιγά όπως ήρθε.