United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος και το μεγαλήτερο απ' όλα εκείνα τα μνημεία, το κολοσσένιο άγαλμα του θεού, που λέγουν πως είταν έξοχο πράμα. Από λογής λογής μέταλλα χυμένο, σκήφτρο στο χέρι, και καθισμένο σε θρόνο σαν Ολύμπιος Δίας· κανίστρι στο κεφάλι, και στο δεξί του χέρι φείδι με τρεις ουρές· κ' η κάθε ουρά τέλειωνε πάλι με τρία κεφάλια· ένα σκύλος, ένα λιοντάρι, κ' ένα λύκος.

Η γυναίκα φώναξε, σηκόνοντας το δεξί χέρι της: — Άιντε στο καλό, και ν' ακούς και να τιμάς τον πατέρα σου!...... Ακούς; Αυτός είνε πατέρας σου από τα σήμερα.... άιντε!.... Στο καλό!... Τόρα η σούστα κυλύστηκε γοργή, σηκόνοντας πυκνό κουρνιαχτό πίσω της, τράβηξε, χάθηκε.

Εγλυστρούσαν στρογγυλές, γεμάτες, κανονικές οι γάμπες. Με το δεξί χέρι πάνω απ το κεφάλι, στη μέση πίσω διωγμένο τάλλο, εγύριζε, εγύριζε. Εστριφογύριζε μια καρτέλα, άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Έξαλλη, ξελιγωμένη, σπαρταριστή, συναρπασμένη, προκλητική, δαιμονισμένη, μανιακή. Εμινίριζε το βιολί ψιλά. Εκλάγκαζε το σαντούρι πολύχορδο. Εκουφοηχούσε το βαθύ λαγούτο.

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της καλλίτερα.

Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κόττας, και πήγαινε βιαστικός να ευλογήση κι' άλλα σπίτια, και να πη κι' άλλα « Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον... » κι' άλλα « Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός.. » κι' άλλα « Να ζήσητε και να καλοδεχτήτε... » κι' άλλα « Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... »

Έκοψαν και το δεξί του χέρι, και το παρουσιάζανε στις πόρτες φωνάζοντας «Δόστε του του αχόρταγουΤέτοια πλεονεξία την είχε ο Ρουφίνος σαν πολεμούσε. Θεός και ψυχή του του Στηλίχωνα, που θέλοντας μη θέλοντας τον υποψιάζεσαι πως αυτός ίσως καθοδήγεψε τους στρατιώτες, καθώς και τους φίλους του Ευτροπίου στην Πόλη μέσα.

Ο περαματζής, καθισμένος απάνω στην κουπαστή της πρύμης, έστριψε ένα τσιγάρο, κουμαντάροντας με το ζερβί γόνατο τη λαγουδέρα, πατώντας με το δεξί πόδι πεισματικά την άκρη της σκότας. Το αεράκι, φρεσκάροντας ολοένα, ανέμιζε τα μακρυά, άσπρα του μαλλιά σαν μιαν άσπρη σημαία ειρήνης ψηλά στην πρύμη. Η βάρκα πήγαινε γεμάτα κατά τον κάβο αντίπερα, λάσκα το μεγάλο κόκκινο πανί.

Ωσάν του Πίνδου τα βουνά. Γνωρίζω τον Κωλέττη. Το δεξί χέρι 'πρότεινε, Τον Οδυσσέα αρπάζει. Τον σφίγγει μεςτην αγκαλιά, Και τον φιλείτο στόμα, Και λέγει: «Οδυσσέα μου! . . . » Μ' εχθρεύεσαι ακόμα; . . . » Ακόμα δε μ' εσχώρεσες; . . .» Κι' ο Οδυσσεύς φωνάζει

Ένας μωρίζει τη ζωή, ό,τ' είπε θα να γένη. Πώς με ρωτάς, Ομέρπασα;... Το χέρι το δεξί μου Τώχασα χτες μεςτη φωτιά. Με τάλλο ωρφανεμένο Δε θα χορταίνω σκοτωμό. Με φτάνει το ζερβί σου.

Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα, με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου. «Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, στον τόπο που γεννήθηκα! «Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου!