Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Τα κορίτσια τιναγμένα απ' ανεπάντεχο τιναγμό, με δροσερά κόκκινα μάγουλα, με φαρδειές πλεξίδες κάτω απ' τα μαντηλάκια τους, αυτή εδώ με πεταχτά στήθη μέσα στο στενό πολκάκι της, εκείνη εκεί με κοντό φουστάνι και τις γάμπες ολόχυτες, άλλη με κοντήτερο, κι άλλη με πιο κοντήτερο ακόμα, κι άλλη πιο μικρή, κι άλλη πιο μικρούλα ντιπ, σαν πουλάκι που πρωτοτσεβίζει, μια πλημμύρα από δροσερά κεφαλάκια, με τη λιγερή κορμοστασιά και το χλωμό πρόσωπο της μαυροφόρας χήρας στη μέση, με τα ζαρωμένα μουτράκια των γριών παραπέρα, όλη αυτή η δυστυχισμένη φαμελιά, τριγύριζε τον καμπουριασμένο και ξερακιανό χωριάτη, και τον έπνιγε με φωνές, με ξεφωνητά, με άδολη και ξέχειλη χαρά.

Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της άστραψαν από χαρά. «Ντόνα Ρουθ, καλημέρα, κυρά μου!» Η ντόνα Ρουθ κατέβηκε γρήγορα, αφήνοντας να φανούν οι χοντρές της γάμπες με τις τιρκουάζ κάλτσες.

Εγλυστρούσαν στρογγυλές, γεμάτες, κανονικές οι γάμπες. Με το δεξί χέρι πάνω απ το κεφάλι, στη μέση πίσω διωγμένο τάλλο, εγύριζε, εγύριζε. Εστριφογύριζε μια καρτέλα, άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Έξαλλη, ξελιγωμένη, σπαρταριστή, συναρπασμένη, προκλητική, δαιμονισμένη, μανιακή. Εμινίριζε το βιολί ψιλά. Εκλάγκαζε το σαντούρι πολύχορδο. Εκουφοηχούσε το βαθύ λαγούτο.

Έχε το νου σου μη τυχόν στις γάμπες της ορμήση, μέσ' στη στιγμή που η κορασιά μέσ' απ' το κύμα βγαίνει, και της ξεσχίση τώμορφο και ταπαλό της δέρμα. Αυτή από 'κείθε χίλια δυο τσακίσματα σου κάνει σαν αγκινάρας λούλουδο στου θεριστή ταγέρι· και φεύγει όταν την κυνηγάς, σε κυνηγά όταν φεύγης, και λαχταρά για να σε 'δή· γιατί από την αγάπη πολλές φορές, Πολύφημε, και τάσχημα ωμορφαίνουν.

Μερικοί όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κύτταζαν με λύπη τα χαλασμένα παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη δουλειά.

Γεννήθηκε πριν δέκα έξι χρόνια, στη γιορτή του Χριστού, την ώρα που πέθαινε η μάνα της. Λοιπόν, κοίτα την καλά: δεν είναι η μάνα της ξαναγεννημένη; Να την…Και πράγματι η Γκριζέντα ανέβαινε από το ποτάμι με ένα πανέρι ρούχα στο κεφάλι, ψηλή, με το μεσοφόρι σηκωμένο πάνω από τις γάμπες της που γυάλιζαν και ήταν ίσιες σαν της ελαφίνας.

Στη γιορτή πήγα….. στη γιορτή…. «Ούι! Ούιιι!» Η φωνή τρεμούλιαζε σαν χλιμίντρισμα, και οι γάμπες των γυναικών διαγράφονταν ανάγλυφες κάτω από τις σκουρόχρωμες φούστες και τα κοντά τους πόδια προεξείχαν από τον κόκκινο ποδόγυρο που κυμάτιζε και κινούνταν όλο και πιο ζωηρά, παίρνοντας φωτιά από την ευχαρίστηση του χορού. «Ντον Τζατσίντο! Ελάτε!» «Όπα! Όπα!» «Ελάτε επιτέλους! Ελάτε

Ο τόσο ήσυχος πάντα εκεί απάνω μαχαλάς, τα Γύφτικα, με τα στενά και βουρκωμένα σοκάκια του, τα χαμηλά, βρώμικα, μισορειπωμένα σπιτάκια του, με τα μωρά που κυλιούνται στις λάσπες και τα χαμίνια που παίζουν στα νερά, τις γυναίκες που μαζεύουνται στις βρύσες παντρεμένες κι ανύπαντρες, όμορφες και άσχημες, κορίτσια δέκα τεσσάρων χρόνων με φλογερά αφίλητα μεγάλα μάτια, με κοντά φουστανάκια, και δυο τορνευτές παχειές ατσίμπητες ακόμα γάμπες, γριούλες αγαθές όλο γλύκα και γριές όλο φαρμάκι και γρουσουζιά, με τους άντρες, σωστά κοπρόσκυλα, ξαπλωμένους στον ήλιο, με τους τραμπούκους τους απανωχωρίτας πόχουν το μαχαίρι στο ζουνάρι και το κουμπούρι στο κλούβι, παίζοντας κοντσίνα με τα λερωμένα χαρτιά του αντικρυνού μπακάλη, τα Γ ύ φ τ ι κ α, ο τόσο ήσυχος μαχαλάς που προς το μέρος προς τη χώρα ζουν φτωχές φαμελιές δουλευτάδων και τεμπελχανάδων και προς το μέρος προς την εξοχή έχουν φωλιάση καμιά χιλιάδα γύφτοι, εκείνο το βράδι σηκώθηκε όλος στο πόδι.

Ήταν ξυπόλυτη και οι τορνευτές της γάμπες έλαμπαν σαν να ήταν από μπρούντζο. Βλέποντας τον άντρα άφησε να πέσουν τα εσώρουχά της και γέλασε, ξεφωνίζοντας από χαρά μόλις τον γνώρισε. «Μπα, Γκριζέντα! Πας ακόμη στο ποτάμι; Ο άντρας σου το επιτρέπει;» «Γιατί, εκείνος δεν δουλεύει; Μήπως είναι άρχοντας; Εάν ήταν άρχοντας, εγώ θα ήμουν πεθαμένη τώρα. Λοιπόν, δεν θα μπείτε; Καθίστε.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν