United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι του μεγάλου 'ναι Διός κι' οι Περικάλιες κόρες, κουτσές, με μάτια αλλίθωρα, με μούτρα ζαρωμένα, που κούτσα κούτσα τρέχουνε της Φρένιας καταπόδι· κι' αφτή είναι στέρια ακούραστη, για αφτό πολύ ξετρέχει 505 όλες τους, και παντού της γης προκάνει πριν και βλάφτει κάθε θνητό, κι' οι άλλες τους κατόπι τους γιατρέβουν.

Δράκος με ράχη κόκκινη σαν αίμα, φρίκη τέρας, π' ατός του ο Δίας τόβγαλε στο φως, πηδά από κάτου απ' το βωμό, κι' ολόισα στην πλατανιά ανεβαίνει 310 Κι' εκεϊ είταν νιόσκαστα πουλιά, έτσι μικρούλια ακόμα, στην άκρη άκρη, στου δεντρού την πύκνα ζαρωμένα, οχτώ, κι' η μάννα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα. Και τ' άκουγες π' απάνου εκεί με κλάμα σπαρταρούσαν μέσα στο στόμα του φιδιού.

Τα πρώτα πράγματα, που είδαν, ήτανε η γριά κ' η Κυνεγόνδη, που απλώνανε πετσέτες στα σκοινιά να στεγνώσουνε. Ο βαρώνος κιτρίνισε, σαν τις είδε. Ο τρυφερός ερωτευμένος Αγαθούλης, σαν είδε την ωραία του Κυνεγόνδη μαυρισμένη, με τα μάτια βαθουλωμένα, το στήθος πεσμένο, τα μάγουλα ζαρωμένα, τα χέρια κόκκινα και ροζωμένα, πισωδρόμησε τρία βήματα, όλος φρίκη, και προχώρησε κατόπι με καλωσύνη.

Ο Λάμωνας, αφού είπεν αυτά, εσώπασε κ' έχυσε πολλά δάκρυα, Κ' επειδή ο Γνάθωνας αναγριώνονταν κ' εφοβέριζε πως θα τόνε δείρη, ο Διονυσιοφάνης σαστισμένος από όσα άκουσε, επρόσταξε το Γνάθωνα να σωπαίνη αγριοκοιτάζοντάς τονε με ζαρωμένα φρύδια, και ερωτούσε πάλι το Λάμωνα και τον εδιάταζε να λέη την αλήθεια χωρίς να φτιάνη παραμύθια για να τον κρατάη σαν γιο του.

Και τούτο χωρίς, να τας φτύση. Διά τούτο το γάλα των αμέσως εστείρευσε. Τα πτωχά κατσικάκια προσεκολλώντο εις τα μαστάρια, εβύζαινον αλλ' ουδόλως εύρισκον τροφήν. Ήρχισαν να ισχναίνουν, να γίνωνται αδύνατα, ραιβά, ζαρωμένα.

Αφού θνητοί έχουμε γίνει, πρέπει και να σκεπτώμεθα ωσάν θνητοί. Γιατ' όποιος όλη του την ζωή περνά με ζαρωμένα φρύδια και σοβαρός, μου φαίνεται τουλάχιστον εμένα πως δεν περνά ζωή αυτός, μα συμφορά. ΘΕΡΑΠΩΝ Τα ξέρω πως είναι αυτά που λες σωστά, μα τώρα δεν είν' ώρα για γέλια και για όρεξι. ΗΡΑΚΛΗΣ Για μια γυναίκα ξένη τόσω λυπάσαι! ο αφέντης σου και η κυρά σου ζούνε.

Ε, συ, γιατί τα μούτρα σου κατεβασμένα, τάχεις; Δεν πρέπει ο δούλος σκυθρωπός να δέχεται τον ξένο, αλλά να είναι πρόσχαρος. Εσύ βλέπεις τον φίλο του αφέντη σου εδώ μπροστά και με κοιτάζεις έτσι με πρόσωπο περίλυπο και ζαρωμένα φρύδια, σαν να σου τρώγεται η ψυχή για κάποια ξένην έννοια. Έλα εδώ κοντύτερα σοφώτερος να γίνης, Ξέρεις τι είδους πράγματα είνε των θνητών; Βεβαίως δεν ξέρεις.

Ένας ήλιος καλοκαιρινός έφεγγε μέσα της και τηνέ ζέσταινε. Μα τώρα εκείνο το γέλιο του παπά ήτανε σαν να την ξύπνισε από ένα όνειρο. Καθώς καθότανε σκυμμένη στο τραπέζι, τα χέρια της, πρώτη φορά, της φανήκανε ζαρωμένα, ματσιδιασμένα. Έκλεισε τα μάτια της να μην τα βλέπη.

Έπιασε με τα δυο ζαρωμένα χέρια της τα νερουλά και κρεμασμένα σαν αγελάδας βυζιά της όξω από το ξετραχηλισμένο πολκάκι της, τάσυρε, τα τράβηξε πολύ προς τα όξω, ίσα κατά τη σπάθα του υπενωμοτάρχου και σφύριξε αυτά τα λόγια σαν οχιά: — Να! χτύπα, μαγγούφη, χτύπα αν δεν έπιες ποτέ σου γάλα απ' τα βυζιά της μάννας σου... χτύπα, μαγγούφη!...