United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι η Κλεαρίστη αφού πήρε μαζί της τη Χλόη, την εστόλιζε σαν γυναίκα πια του γιου της. Μα το Δάφνη παίρνοντάς τον κατά μέρος ο Διονυσιοφάνης μονάχο, τον ερωτούσε αν είναι παρθένα. Κι άμα εκείνος ορκιζότανε ότι δεν είχε γίνει τίποτε περισσότερο από το φιλί και τους όρκους, αφού χάρηκε για τον όρκο, τους εκάθιζε στο τραπέζι. Τότε λοιπόν μπορέσανε να ιδούν ποια είναι η ομορφιά, όταν στολιστή.

Τι έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν αόριστα και μυστικά: — Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.

Κ' επειδή εκείνος ερωτούσε γιατί τα κάνει αυτά και τον επρόσταζε να του ειπή και του ορκιζόταν πως θα του κάνη τη χάρη, ο Γνάθωνας είπε: — Πάει, αφέντη, ο Γνάθωνάς σου· αυτός, που ίσαμε τώρα αγαπούσε μονάχα τα τραπέζια, που προτήτερα ορκιζότανε ότι τίποτε δεν είναι ομορφότερο από το παλιό κρασί, που από τα παιδιά της Μιτυλήνης θαρρούσε καλλίτερους τους μαγέρους σου· τώρα μονάχα ο Δάφνης μου φαίνεται πως είναι όμορφος· και μη δοκιμάζοντας πια τα πλούσια φαγιά σου, αν και κάθε μέρα ετοιμάζονται τόσα κρέατα, ψάρια, γλυκά, με χαρά μου θα γινόμουνα γίδα για να τρώω χορτάρι και φύλλα, ν' ακούω το σουραύλι του Δάφνη και να με βόσκη εκείνος· μα εσύ γλύτωσε τον Γνάθωνά σου και τον ανίκητο έρωτα καταπόνεσέ τον.

Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η γυναίκα του, και είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν φοβερά κλάμματα και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και τραβώντας τας τρίχας της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες φωνές των καμωνόμενος πως δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον εις τα αίματα.

Ερωτούσε δε πάντοτε εις το ταχυδρομείον και πάντοτε ανέμενεν επιστολήν, πιστεύουσα πλέον ότι ο Λαλεμήτρος ειργάζετο εν Αθήναις ως διερμηνεύς. Μαθούσα δε περί του είδους της εργασίας ταύτης, έλεγε χαίρουσα ότι ήτο η μόνη κατάλληλος διά τον άνδρα της, αναπαυτική και επικερδής.

Αλλά όταν ήκουσαν τον ποδόκτυπον του αλόγου, παρεζαλίσθησαν και οι δύο, και η κυρά παρεκάλεσε τον καλόγηρον να κρυφθή μέσα εις έν μεγάλον κιβώτιον, ο δε καλόγηρος εχώθη μέσα, διότι εγνώριζεν ότι ο γεωργός δεν ημπορούσε να τον υποφέρη, και εφοβείτο. Το φαγητόν και το κρασί τα έκρυψε βιαστικά μέσα εις τον φούρνον, διότι αν ο άνδρας της τα έβλεπε, θα την ερωτούσε τι τρέχει.

Κ' επειδή, άμα προσπεράσανε οι ναύτες, ήτανε και στο φαράγγι σιγαλιά, ερωτούσε το Δάφνη, αν είναι και πίσω από τον κάβο θάλασσα, κι αν περνάη γιαλό-γιαλό κι άλλο πλεούμενο κι αν άλλοι ναύτες ετραγουδούσαν τα ίδια κι αν όλα μαζί εσώπασαν.

Και μόλις τον εσυνέφερε η Χλόη με τα φιλιά και τον εζέστανε με τ' αγκαλιάσματά της, στη γνώριμη βαλανιδιά πηγαίνει· κι άμα εκάθισε στη ρίζα, την ερωτούσε πώς εξέφυγε από τόσους εχτρούς.

Ποιος μου έφερε την καινούργια κούκλα ερωτούσε, πάλιν, αν εύρισκε πλησίον εις την παλαιάν κούκλαν της άλλην ωραιοτέραν. Η καλή Νεράιδα, της απαντούσε. Απεκοιμήθη λοιπόν και αυτήν την βραδυά με λύπην η Ανθούλα. Κοντά της εις το τραπέζι ήτον η καινούργια σάκκα της με το καινούργιο βιβλίον μέσα. Αυτό βέβαια θα ήτο δυσκολώτερον από το αλφαβητάριον.

Δεν ερωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα αλλά για την μνήμη του αφέντη της. Και τόρα στην άκριτή μου απόκρισι μανισμένη έρριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κ' έδειξε άγριον Ωκεανό τον μαλακό Πόντο. — Όχι. κυρά, ψέματα είπα· ψέματα!... ετρανοφώναξα με λυμένα τα γόνατα.